Μετά από ένα εκατομμύριο λεπτά, βρισκόμουν σε ένα παγκάκι σε ένα στενό δρόμο που δεν έβγαινε πουθενά επειδή μπροστά του συναντούσε ένα ποτάμι. Είχε πρασινάδα και την αίσθηση του νερού τη νύχτα. Ήταν όμορφα. Ακόμα και η παράταιρη λάμπα, είχε πάρει διαστάσης-στη φαντασία μου- ρομαντικές, σχεδόν.
«Ιόλη;». Όχι. Όχι. Όχι. Όχι. Όχι. Όχι. Όχι. Όχι. Όχι.
«Ναι;». Είμαι ηλίθια. Είμαι απλώς ηλίθια. Δεν έχω εγκέφαλο πια. Καήκε από το διάβασμα. Τι σκατά.
«Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;» ρώτησε. Και παρατήρησα πως μιλούσε σχετικά χαμηλόφωνα.
«Αν σου πω πως εδώ... βγήκα;» του απάντησα και ανασήκωσα τους ώμους μου για έμφαση. Άφησε ένα μικρό γελάκι, που ίσα που ακούστηκε.
«Ναι, ε; Και βγαίνεις συχνά εδώ;» συνέχισε στο ίδιο χαλαρό ύφος. Το πόσο ήθελα να σηκωθώ να τον χτυπήσω, δεν λέγεται. Μια στο πρόσωπο. Με το παγκάκι...
«Τι θες, Έρικ;» τον ρώτησα πολύ κουρασμένη για να ασχοληθώ με τα συναισθήματά μου.
Σήκωσε τα χέρια σε ένδειξη παράδοσης.
«Τίποτα. Μην βαράς. Απλά, δεν είχα ύπνο και... βγήκα εδώ», είπε απολογητικά και ένιωσα άσχημα για τον προηγούμενο τόνο μου.
Και έκατσε δίπλα μου. Αν δεν ήμουν τόσο κουρασμένη-και είμαι ευγνόμων που είμαι- θα άρχιζα να παίζω ταμπούρλο με τους χτύπους μου.
Με πονούσα τα μάτια μου από τους φακούς, κρύωνα, πεινούσα και νύσταζα.
Δεν θα ασχοληθώ με το παιδί. Μάλλον.
«Είναι όμορφα εδώ», είπα γιατί δεν πρόλαβα να το κλείσω το ρημάδι πριν ξεφύγει τίποτα.
«Νηνεμία» είπε χαμογελαστά. Αμάν, με αυτή τη λέξη. Πρέπει να θυμηθώ να τη διαγράψω από το λεξιλόγιό μου. Μια και έξω.
Για λίγο νόμισα πως όλη η σκηνή ήταν αλήθεια. Τι ειρωνεία; Όλο αυτό είναι ένα όνειρο. Οπότε ό,τι και να πούμε δεν θα έχει σημασία.
«Μη ρωτάς τι κάνω εδώ πέρα ή που πάω...Μη ρωτάς τι ψάχνω γιατί δεν θα το βρω και το ξέρω. Δεν θα το βρω γιατί στην πραγματικότητα δεν ψάχνω κάτι. Απλά στήνομαι μετά τις δώδεκα στο παράθυρο, βγαίνω έξω και χάνομαι, περπατάω μέχρι να ξημερώσει και κυνηγώ φαντάσματα. Τέτοια ώρα δεν βγαίνουν αλήθεια τα φαντάσματα; Κοντά στα μεσάνυχτα... Περίπου τώρα που εμφανίζεσαι κι εσύ...τώρα που νομίζω ότι εμφανίζεσαι γιατί θα ‘θελα να εμφανιστείς. Το ξέρω ότι είσαι πλάσμα της φαντασίας, μην προσπαθείς να με τρομάξει, σε έμαθα πια και σε ελέγχω, γιατί όταν κοιτάζω τον καθρέφτη δεν βλέπω άλλο είδωλο πέρα από το δικό μου...όταν κοιτάζω μέσα μου δεν ακούω άλλη φωνή παρά τη δική μου...μόνο εγώ εγώ εγώ...σαν τις στάλες της βροχής στο τζάμι μου...Στάλες που σε θυμίζουν...αλλά δεν είναι εσύ. Γιατί δεν υπάρχει εσύ...Στο είπα ότι είσαι ένα ψέμα, γιατί επιμένεις; Μόνη μου είμαι και ίσως μ’αρέσει κιόλας αυτό, αφού δεν θέλω να το αλλάξω...Δεν σ’εχω αλήθεια ανάγκη...Φτάνει να σε φαντάζομαι, χρησιμοποιωντας το τραγικό β’ενικό πρόσωπο...χωρίς να χρειάζεται...χωρίς να απευθύνεται πουθενά. Γιατί λοιπόν, εμφανίστηκες σήμερα εδώ; Μα γιατί δεν είμαι ξύπνια. Γιατι κοιμάμαι. Και ονειρεύομαι πλασματικά γεγονότα και ανθρώπους. Οπότε κάνε μου μια χάρη, και απλά πες ό,τι η φαντασία μου σου πει».
Δεν ξέρω τι με έποιασε και τα είπα όλα αυτά. Αλλά η αίσθηση πως βρίσκομαι σε όνειρο ήταν τόσο έντονη που τη θεώρησα αληθινή. Και τι θα γινόταν εφόσον ήμουν μέσα σε ένα όνειρο; Προφανώς έχω καλπάζουσα φαντασία, γιατί ο Έρικ, με κοίταγε γεμάτος αγωνία, απορία και ίσως και λίγο σύγχυση.
«Ιόλη, δεν είναι όνειρο. Είσαι καλά;» είπε μετά από λίγο.
«Είναι όνειρο. Γιατί αν δεν ήταν, δεν θα υπήρχες», του απάντησα σιγά.
Με κοιτούσε με ανησυχία. Λες και ήμουν όντως στην πραγματικότητα.
«Ιόλη, δεν είναι όνειρο. Τι έχεις πάθει;» ρώτησε και αυξανόταν η ένταση στη φωνή του.
«Ζημιά» κατάφερα να πω με ένα μελαγχολικό χαμόγελο.
To άρθρο αυτό είναι πνευματική ιδιοκτησία του blog
“Άρωμα Έρωτα” . Απαγορεύεται η αντιγραφή, η δημοσίευση, η αναπαραγωγή ή η
μετάδοση του, από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την αναγραφή της
πηγής. Copyright Άρωμα Έρωτα® All rights reserved