21:33
«Οι μυρωδιές εκείνης της μέρας... Υπάρχουν φορές που η μυρωδιά, η αναπάντεχη μυρωδιά μπορεί να ξυπνήσει αναμνήσεις από στιγμές...από αγαπημένες στιγμές...καθόλου λησμονημένες...Να ζωντανέψει εικόνες...να ξεθάψει τα μικρά, ταπεινά, τρυφερά όνειρά μας..
Τ' αγάπησα αυτό το άρωμα...γι’ αυτό και κράτησα...χωρίς ντροπή λίγες σταγόνες απόσταγμα πορτοκαλανθών..χαμομηλιού.. και κόκκινου τριαντάφυλλου!», μου έλεγε εκείνη και εγώ ανάσαινα το άρωμά της. Το μαμαδίστικο άρωμά της. Προσπαθούσα να κρατηθώ από αυτή την ανάμνηση, γνωρίζοντας πως δεν θα την ξαναέβλεπα ποτέ. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πικρία από το να θυμάται κανείς τον ευτυχισμένο του καιρό, όταν, πια είναι δυστυχισμένος είχε πει ο Δάντης. Ναι, τώρα καταλαβαίνω όλα αυτά που τότε έβρισκα αστεία. Τώρα βλέπω τον πόνο που κυριαρχεί στις ταραγμένες ψυχές. Εξάλλου, το παρελθόν είναι φάρος, όχι λιμάνι. Και εμείς είμαστε σαν τα πλοία. Ναι, είμαστε ασφαλείς στο λιμάνι, καμία φουρτούνα δεν μας πιάνει. Όμως, τα πλοία ταξιδεύουν, ανοίγονται στις επτά θάλασσες και γλιστράνε πάνω στο γαλάζιο μανδύα... Απομακρύνονται από τα γνωστό και ασφαλές. Έτσι, και εμείς πρέπει να κάνουμε αυτό που μας φωνάζει η ψυχή μας. Και ναι, όποιος ξεχνάει, χάνεται. Ραγίζει, όμως όποιος θυμάται. Το βλέμμα της μητέρας μου, έλεγε πως ήξερε. Πως θα με αγαπούσε για πάντα, επειδή ήμουν το παιδί της και πως δεν θα έχει σημασία να εγώ γίνω κακοποιός ή αν αποκτήσω έδρα στο Πανεπιστήμιο. Μου το έλεγε συχνά-πυκνά αυτό. Τώρα, με την ευκαιρία που μου δινόταν να την αντικρίσω ξανά, ήθελα να της πω να μην με ξεχάσει. Γνωρίζω, όμως, πως και βέβαια, αυτό θα ήταν μια παραίσθηση και αυταπάτη. Κάποτε κάποιος μου είχε πει πως, είτε πάρουμε τη ζωή στα σοβαρά είτε γλεντήσουμε, κανείς μας δεν θα βγει ζωντανός από αυτό το παιχνίδι, άρα απόλαυσε το ταξίδι. Είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις. Και τώρα αρχίζω και το καταλαβαίνω. Γιατί η μοίρα μου, όσο και αν δεν ήθελα να το πιστέψω, ήταν ήδη γραμμένη. Όλων, δηλαδή. Ήθελα να μείνω με την μητέρα μου για λίγο ακόμα, γνωρίζοντας πως δεν υπάρχει περίπτωση να την δω ξανά. Το άρωμα που αναδύει η κάθε ψυχή είναι η ανάμνηση. Τότε...
Η μητέρα μου με φίλησε στο μέτωπο.
«Είναι ώρα να ξυπνήσεις», είπε απαλά. Όλος ο κόσμος διαλύθηκε. Τελευταία εικόνα ήταν τα μάτια της. Αυτά που μου είχαν δώσει ζωή.
To άρθρο αυτό είναι πνευματική ιδιοκτησία του blog “Άρωμα Έρωτα” . Απαγορεύεται η αντιγραφή, η δημοσίευση, η αναπαραγωγή ή η μετάδοση του, από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την αναγραφή της πηγής. Copyright Άρωμα Έρωτα® All rights reserved
0 comments