13:57


Και η λογική μου φωνάζει «Φύγε! Φύγε μακριά! Δεν ακούς;» Πώς να σ’ ακούσω, καρδιά μου; Χρόνια σ’ έχω σφαλισμένη σε φρούρια ψηλά! Κανείς να μη σε δει! Κανείς να μη σ’ ακούσει! Κανείς να μη σ’ αγγίξει! Φυλακισμένη από φόβο, να μη νιώσεις! Σε λένε ευαίσθητη καρδιά μου… Μα… εσύ ξέρεις πως ευαισθησία δεν είναι η δειλία. Ευαισθησία δεν είναι ο φόβος, ο τρόμος σου να ζήσεις. Όχι! Δεν είναι ευαισθησία! Την λένε λογική… Σκέψου! «Μη σκέφτεσαι» φωνάζεις, καρδιά μου «Νιώσε» φωνάζεις, καρδιά μου «Νιώσε» ουρλιάζεις, καρδιά μου… Μα… όπλο των ανθρώπων ο λόγος Μαχαίρι: ο λόγος Η προίκα των ανθρώπων… Ο λόγος σου λέει «Ξέχνα! Ξέχνα και προχώρα!» Μα να ξεχάσεις τι; Τι; Όσα δεν έζησες; Όσα δεν ένιωσες; Όσα δεν πίστεψες; Όσα αρνήθηκες; Τι να ξεχάσεις; Τι; Εδώ ξέχασες να ζήσεις…
Το μόνο που θέλω είναι να ακούω την ανάσα σου. Να βλέπω τη λάμψη που προκαλεί ο ενθουσιασμός σου να καθρεπτίζεται στα μάτια σου και να ξέρω πως είσαι εσύ. Είσαι εσύ αυτός που θα αλλάξει την κοσμοθεωρία μου. Είσαι εσύ αυτός που θα με κάνει να δω. Είσαι εσύ. Είμαι εγώ. Εμείς.
 
 
 
 
To άρθρο αυτό είναι πνευματική ιδιοκτησία του blog  “Άρωμα Έρωτα” . Απαγορεύεται η αντιγραφή, η δημοσίευση, η αναπαραγωγή ή η μετάδοση του, από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την αναγραφή της πηγής. Copyright  Άρωμα Έρωτα® All rights reserved
  






















12:31

                                                                 ΈΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΉ
Τα πολύ παλιά χρόνια υπήρχε μια μεγάλη, δυνατή και πλούσια πολιτεία όπου ζούσαν ένας ευτυχισμένος βασιλιάς με τη βασίλισσα και τις τρεις κόρες τους. Η μικρότερη που την έλεγαν Ψυχή, ήταν τόσο όμορφη που την παρέβαλαν με τη θεά της ομορφιάς, την Αφροδίτη. Κάθε άντρας που την αντίκριζε θαμπωνόταν από την ομορφιά της και έπεφτε στα γόνατα να την προσκυνήσει, σάμπως να είχε μπροστά του την αφροαναδυόμενη θεά Αφροδίτη. Καθώς ο καιρός περνούσε όλοι πίστεψαν πως η Ψυχή ήταν η ίδια η θεά που άφησε στον λαμπρό Όλυμπο τον λαμπερό της θρόνο και ήρθε στη γη να κατοικήσει με τους θνητούς. Τα ιερά της θεάς ερημώθηκαν. Ούτε ένας πιστός δεν ερχόταν πια στην Πάφο, στην Κνίδο ή στα Κύθηρα για να προσευχηθεί και να θυσιάσει στη θεά του έρωτα. Ο κόσμος που πριν λάτρευε τη θεά σαγηνεύτηκε απ’ της θνητής την ομορφιά. Έτσι εγκατέλειψε τη θεά και στράφηκε στη Ψυχή κι αυτήν λάτρευε και προσκυνούσε.
Η θεά ταράχτηκε από των θνητών την ασέβεια, δε μπορούσε να αντέξει την προσβολή και πήρε την απόφαση να εκδικηθεί. Γι’ αυτό πρόσταξε τον γιο της, τον σαιτοβόλο Έρωτα να χτυπήσει με τα βέλη του, που γλυκό πόνο φέρνουν στην καρδιά κάνοντας την να χτυπάει δυνατά και παράξενα και μουδιάζουν του σώματος τα μέλη, την αντίζηλό της και να την κάνει παράφορα να αγαπήσει τον πιο ασήμαντο άνθρωπο, τον πιο περιφρονημένο όλου του κόσμου. Όπως συχνά γίνεται, η ομορφιά της Ψυχής έγινε η αιτία να αισθάνεται δυστυχισμένη γιατί όλοι οι νέοι σαν την αντικρίζανε έμεναν μαγεμένοι από τη χάρη της και κανείς δεν αποφάσιζε να τη ζητήσει για γυναίκα του. Έτσι τα κάλλη της έμεναν ατρύγητα, το κορμί της αγκάλιαστο, τα χείλη της αφίλητα και η καρδιά της άδεια. Οι δυο αδελφές της είχαν από καιρό παντρευτεί στα ξένα και η Ψυχή μόνης το παλάτι, έκλαιγε την άδικη μοίρα της και καταριόταν την ομορφιά της.
Ο βασιλιάς-πατέρας της σαν είδε ότι κανένας νιος δεν αποφάσιζε να πάρει για γυναίκα του την ομορφοθυγατέρα, απελπίστηκε και κατέφυγε στο μαντείο τηε Μιλήτου, να ρωτήσει τον Απόλλωνα για την τύχη της κόρης του που μαράζωνε κλεισμένη στην κάμαρά της. Ο θεός έδωσε σκληρή και αλλόκοτη απάντηση στο γεροβασιλιά.. Του μήνυσε να οδηγήσει την αφροδιτόμορφη θυγατέρα στην πιο ψηλή ενός μακρινού και παντέρημου βουνού, νυφοστολισμένη σαν να ήτανε να κάνει του γάμου τη χαρά της στο σκοτεινό τον Άδη. Στην κακοτράχαλη κορυφή θα συναντούσε το γαμπρό που ήταν το ριζικό της να γίνει της ζωής της σύντροφος. Το ταίρι της θα ήταν ένα πελώριο φτερωτό φίδι, τρομαχτικό στην όψη που ακόμα καις το βασιλιά των θεών, τον βροντορίχτη Δία προκαλούσε τον φόβο και τον τρόμο. Λύγισαν τα γόνατα του έρημου πατέρα σαν άκουσε το χρησμό του Φοίβου, ήταν σαν να τον χτύπησε ο γιος του Κρόνου με τον κεραυνό του. Μα άλλη επιλογή δεν είχε. Μπορούσε να αντιταχτεί στο θέλημα των Ολυμπίων; Έτσι γύρισε στο παλάτι και άρχισαν του μαύρου γάμου τις ετοιμασίες. Γονείς και λαός, αντί να τραγουδούν τα χαρούμενα γαμήλια τραγούδια, συνόδεψαν την άτυχη κόρη με θρήνους και μοιρολόγια που αντιλαλούσαν στις πλαγιές του βουνού. Ακόμη και τα άγρια θηρία δάκρυζαν, ενώ του ουρανού τα πετεινά έσμιγαν το πένθιμο κελάδημα τους με των ανθρώπων τον θρήνο. Σαν έφτασαν στην κορυφή με αναφιλητά χαιρέτησαν τη θλιμμένη κόρη, που αντί από χαρά να κλαίει, στα μάγουλα της δάκρυα απελπισίας κι απόγνωσης κυλούσαν και πήραν της επιστροφής το δρόμο, αφήνοντας μόνη και έρημη τη Ψυχή.
Τότε δροσερός και μυρωδάτος Ζέφυρος φύσηξε, την ανασήκωσε στην ανάλαφρη αγκάλη του και ταξιδεύοντας πάνω από χλωροσκέπαστες στεριές και χρυσόλαμπρες θάλασσες, την έφερε και την απίθωσε μέσα σε έναν μαγεμένο κήπο, όπου χανόταν το μάτι σου, χωρίς να μπορεί να διακρίνει αρχή και τέλος. Σαστισμένη σεργιάνιζε στον κήπο η Ψυχή μένοντας έκθαμβη από την ομορφιά της φύσης, οπότε πίσω από κάποια δέντρα πρόβαλε ένα ολόχρυσο παλάτι που όμοιο του δεν είχε ξαναδεί σε όσα βασίλεια πήγε μαζί με τους βασιλογονιούς της. Ούτε φρουρούς διέκρινε να το φυλάγουν, ούτε υπηρέτες να μπαινοβγαίνουν. Με σφιγμένη από τον φόβο καρδιά μπήκε από την ανοιχτή κεντρική θύρα κι άρχισε να τριγυρίζει θαυμάζοντας τη διακόσμηση, τους πίνακες με τα θαυμαστά χρώματα που φάνταζαν ζωντανοί, τα ομορφοσμιλεμένα αγάλματα. Καθώς άρχισε να αναγαλλιάζει και σαν άχνη να σκορπίζει ο φόβος άκουσε μια φωνή δίχως να καταλαβαίνει από που προερχόταν: «Καλωσόρισες κυρά μου. Όλα όσα αποθαυμάζεις είναι δικά σου. Ας μη σκιάζεται η καρδιά σου! Ηρέμησε, νιώσε πως είσαι αρχόντισσα στο παλάτι σου και κάθισε να ξαποστάσεις! Όταν της κούρασης φύγει το βάρος και θελήσεις να νοιαστείς για της ομορφιάς σου την φροντίδα, χτύπα το χρυσό γλυκόλαλο κουδούνι και θα προστρέξουν πρόθυμοι υπηρέτες, που για σένα αόρατοι θα είναι, μα με χαρά κάθε επιθυμία σου θα ικανοποιήσουν…»
Σαν έφυγε από τα μέλη της η κούραση και το σφίξιμο της καρδιάς, πήρε το κουδουνάκι που στη λαβή από ελεφαντόδοντο ήταν σμιλεμένο το σφιχταγκάλιασμα ενός νεαρού ζευγαριού και στο μαγευτικό κουδούνισμά του ένιωσε την παρουσία πρόθυμων και χαρούμενων υπηρετών που όμως δεν μπορούσε να τους δει. Αυτοί πραγματικά έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την περιποιηθούν. Τη βοήθησαν να λούσει τα εβένινα μαλλιά της, να πλύνει στην αλαβάστρινη μπανιέρα όπου έπλεαν μυρωδάτα φυτά κι αιθέρια λάδια το κορμί της και να βάλει εξωτικά αρώματα. Νέα ολομέταξα φορέματα, χρυσοκεντημένα, που όμοια τους δεν είχε ξαναδεί, την περίμεναν για να ντυθεί. Μετά την οδήγησαν σε πλούσιο τραπέζι όπου γεύτηκε τα νοστιμότερα φαγητά και φρούτα Ολόχρυσα κηροπήγια με κεριά που σκόρπιζαν του μελιού το άρωμα φώτιζαν την τραπεζαρία, ενώ θεσπέσια μουσική έβγαινε από τις χορδές μιας άρπας και μιας λύρας και μια αγγελική φωνή υμνούσε του έρωτα τις χαρές και των νέων τον πόθο. Κι αφού ευφράνθηκε το σώμα και η ψυχή της κόρης, οι αόρατοι υπηρέτες την πήγαν στο νυφικό θάλαμο με το κρεβάτι αό μυρωδάτο τριανταφυλλόξυλο και τις αλαβάστρινες γωνίες και σκαλιστές φιγούρες που το σκέπαζαν σεντόνια από το καλύτερο βαμβάκι της γης και ολομέταξες κουβέρτες με σχεδιασμένη νυφική άμαξα και το νέο ζευγάρι χαρούμενο, την οποία έσερναν κύκνοι και συνόδευαν γερανοί και χελιδόνια. Σαν έπεσε στα απαλά σκεπάσματα η Ψυχή κι έσβησαν όλα τα φώτα κι απλώθηκε απόλυτο σκοτάδι ένιωσε να ξαπλώνει δίπλα της ο άγνωστος άντρας της. Εκεί μέσα στο βαθύ σκοτάδι ένιωσε τον ερωτικό του πόθο στον οποίο αφέθηκε και έγινε δική του. Μα πριν ξημερώσει και ο ήλιος σκορπίσει το μαύρο του σκοτάδι για να δει τον σύντροφο της η Ψυχή, αυτός χάθηκε από κοντά της.
Τα ίδια επαναλήφθηκαν και την επόμενη ημέρα, οι υπηρέτες πρόθυμα την υπηρετούσαν όλη τη μέρα φροντίζοντας να έχει ό,τι επιθυμούσε. Τη νύχτα ήρθε, σαν απλώθηκε το σκοτάδι, ο άγνωστος σύντροφος χαρίζοντας της την ερωτική ευτυχία και το πρωί πριν ξημερώσει μυστηριωδώς εξαφανίστηκε. Η ζωή συνεχίστηκε με τον ίδιο τρόπο και τον πρώτο καιρό ήταν ευχαριστημένη η Ψυχή. Στο πατρικό όμως παλάτι οι γονείς της βασισμένοι στον χρησμό του θεού πίστευαν πως η ροδομάγουλη θυγατέρα τους είχε σαν ταίρι το τρομερό φίδι και έτσι ήσαν μέσα στο πένθος, το θρήνο και την απελπισία. Είχαν προστρέξει να τους παρηγορήσουν οι άλλες δυο κόρες, μα μάταια. Στο μεταξύ και η Ψυχή άρχισε να νιώθει μοναξιά, να μην έχει έναν άνθρωπο να ανταλλάξει δυο λόγια, να μάθει νέα του έξω κόσμου, των δικών της. Ένιωσε δυστυχία, να είναι ολομόναχη στο παλάτι όλη τη μέρα παρέα με αόρατα πνεύματα που τη φρόντιζαν χωρίς να αισθάνεται τη ζεστασιά από την παρουσία τους και το βράδυ να πλαγιάζει και να γεύεται την αγκαλιά και τα χάδια κάποιου που ούτε το πρόσωπο του δεν είχε δει. Δεν άντεξε τη μοναξιά, την πήραν τα δάκρυα και πάνω στα χάδια με τον άντρα της τον παρακάλεσε να της επιτρέψει να μηνύσει στις αδελφές της να έρθουν για λίγο καιρό, να τις δει που τις είχε επιθυμήσει και να της κρατήσουν συντροφιά. Ο άντρας της που την αγαπούσε, της έδωσε την άδεια μα της έβαλε έναν ορό: «Μπορείς να τις δεχτείς και να τις φιλοξενήσεις, μπορείς να τους δωρίσεις ό,τι θελήσουν από τα υπάρχοντα μας, μα να είσαι προσεκτική. Μη σε πλανέψουν με τα λόγια τους και θελήσεις να με αντικρίσεις στο φως γιατί για πάντα θα με χάσεις και η δυστυχία θα σου πλακώσει τη ζωή.» Η Ψυχή που στο μεταξύ αγάπησε τον μυστηριώδη άντρα της, υποσχέθηκε στον αγαπημένο της να σεβαστεί την επιθυμία του. Άλλωστε στα σπλάχνα της έφερνε τον καρπό του ερωτά τους και από τη στάση της θα εξαρτιόταν η φύση του παιδιού τους. Αν τηρούσε την υπόσχεση, το παιδί που θα γεννιόταν θα ήταν αθάνατο χωρίς να αντικρίσει του Άδη τα μαύρα Τάρταρα, αν όμως δεν την τηρούσε θα ήταν θνητό και ο Ψυχοπομπός θα οδηγούσε την ψυχή του στα Τάρταρα ενώ η υγρή γη θα δεχόταν το σώμα του.
Μετά από μέρες οι αδελφές της Ψυχής ανεβήκαν στην κορυφή του βουνού οπού την οδήγησαν νυφοστολισμένη, βορά του αποτρόπαιου φιδιού, ώστε με κλάματα να πνίξουν τον καημό από το χαμό της αγαπημένης αδελφής. Έλυσαν τα μακριά μαλλιά και τα τραβούσαν θρηνώντας, οπότε μέσα στους θρήνους άκουσαν αγαπημένη φωνή. Ήταν η Ψυχή που τις καλούσε σιμά της. Φύσησε πάλι ο Ζέφυρος κι ανάλαφρα τις έφερε στο παλάτι της αδελφής τους. Μ’ ανείπωτη χαρά αγκαλιάστηκαν και τώρα τα τρυφερά τους μάγουλα βραχήκαν από χαράς δάκρυα. Έκατσαν αρκετές μέρες λέγοντας όλα τα νέα και αφού την χόρτασαν τα ματιά τους, πήραν του γυρισμού το δρόμο με του Ζέφυρου τη δροσερή πνοή. Οι επισκέψεις πύκνωσαν μα σε κάθε επίσκεψη και ο φθόνος μεγάλωνε για της αδελφής την ευτυχία και τους αναρίθμητους θησαυρούς που είχε στη διάθεση της. Στους γέρους γονείς μιλιά δεν είπαν για την τύχη της Ψυχής, αφήνοντας τους να πιστεύουν πως η στερνοθυγατέρα τους είχε από καιρό πεθάνει. Φθόνος ανάβλυσε από τα εσώψυχα τους και σκέψεις για να κάνουν κακό στην αδελφή τους θόλωναν το μυαλό τους. Στιγμή δεν σταμάτησαν να ρωτούν για τον άγνωστο γαμπρό τους. Η Ψυχή στο τέλος αναγκάστηκε ψέμα να επινοήσει πως τάχα ο αγαπημένος της ήταν ένας πανώριος νέος, σαν ήρωας δυνατός που ζωσμένος τη φαρέτρα με τις αστόχαστες σαΐτες του παρέα με τα πιστά του κυνηγόσκυλα, ολημερίς στα βραδύσκιωτα δάση κυνηγούσε, φέρνοντας νόστιμο φαγητό, για τη γυναίκα που στα σπλάχνα της το παιδί τους κυοφορούσε. Αυτό φούντωσε πιότερο τον πόθο στις αδελφές που είχαν παντρευτεί γέρους κι ανήμπορους βασιλιάδες ανικάνους να τις κάνουν να χαρούν του έρωτα τη φλόγα. Ο σύντροφος της Ψυχής έχοντας θεία καταγωγή καταλάβαινε τις σκοτεινές διαθέσεις των αδελφών της αγαπημένης του και επαναλάμβανε τις προειδοποιήσεις για την ανεπανόρθωτη καταστροφή που θα προκαλούσε η παράβαση της εντολής του.
Κάποτε, που οι αδελφές επέμεναν να μάθουν λεπτομέρειες για τη ζωή της Ψυχής με τον άντρα της αυτή ξεχάστηκε και τους είπε αλλά. Είπε, τάχα, πως ο άντρας της ήταν ηλικιωμένος κι ασχολιόταν με το εμπόριο έχοντας μια μεγάλη επιχείρηση στην κοντινή επαρχία. Καθόλου δεν έπεισε το νέο ψέμα τις αδελφές της κι αυτές την πίεσαν φορτικά να τους αποκαλύψει την αλήθεια. Τότε αυτή δεν βάσταξε και τους είπε πως ποτέ δεν είχε αντικρύσει το πρόσωπο του συντρόφου της. Τρόμαξαν με την αποκάλυψη οι αδελφές και έφεραν στο νου τους την μαντεία για το φίδι. Έτσι την έπεισαν πως ο άγνωστος άντρας που δε φανερωνόταν ήταν το τρομερό φίδι που προφήτεψε ο Απόλλωνας και δεν είχε καλό σκοπό. Περίμενε να γεννηθεί το παιδί του και μετά θα την έτρωγε. Για να γλιτώσει από τον βέβαιο θάνατο μόνο ένας τρόπος υπήρχε. Ένα βράδυ, που ο ύπνος θα του είχε σφαλίσει τα ματιά, αφού θα είχε κρυμμένο ένα κοφτερό μαχαίρι στο κρεβάτι, να ανάψει το λυχνάρι και να κόψει μονομιάς το κεφάλι του τρομερού τέρατος.
Σα σφοντύλι στριφογύριζε η σκέψη στης Ψυχής το απονήρευτο μυαλό. Τη βασάνιζε από τη μια η ιδέα της παρακοής και η αποτρόπαια πράξη του φονικού κι από την άλλη η ιδέα το τρυφερό κορμί της να βρεθεί στο πνιγερό στομάχι του τέρατος. Σκεφτόταν και το αγγελούδι που θα γεννιόταν και θα του έλειπε το τρυφερό μητρικό χάδι, ενώ θα ήταν αναγκασμένο να ζήσει στο τερατώδες περιβάλλον του πατέρα του. Έτσι πήρε την απόφαση να χτυπήσει πρώτη. Ένα βράδυ αφού καμώθηκε την πολύ ερωτευμένη και τον μάγεψε με τα χάδια της αυτός έγειρε να κοιμηθεί από τη γλυκιά του έρωτα κούραση, οπότε αυτή σηκώθηκε και άναψε το λυχνάρι. Ω, θεοί, τι αντίκρισαν τα μάτια της! Ο ωραιότερος άντρας της γης ήταν ξαπλωμένος γυμνός δίπλα της. Στα πόδια του κρεβατιού ήσαν ριγμένα ένα τόξο, η φαρέτρα και τα βέλη. Μπροστά της ήταν ο ίδιος ο Έρωτας, ωραιότερος και από την εικόνα που είχε σχηματίσει στη νεαρή φαντασία της, ακόμα πιο θεσπέσιος από το καλύτερο άγαλμα του. Σαν χαμένη πήγε να περιεργαστεί τα ξακουστά τα σύνεργα του. Ξαφνικά τρυπήθηκε στο δάχτυλο από μια σαΐτα κι ένας παράφορος έρωτας για τον πανέμορφο άντρα της την κατέλαβε. Ο πόνος την έκανε να συνέλθει και να καταλάβει την παρακοή της. Πικρά μετάνιωσε για την ανέντιμη πράξη της κι έσυρε το μαχαίρι που προόριζε για το φονικό, προσπαθώντας να αυτοκτονήσει, σαν τιμωρία της μωρίας της. Μάταια η προσπάθεια της, το μαχαίρι γλίστρησε από το χέρι και έπεσε κάτω από το κρεβάτι. Αποσβολωμένη κοίταζε τον Έρωτα, τον άντρα της που πρόδωσε και τα χέρια της έτρεμαν. Τότε χύθηκε μια σταγόνα καυτό λάδι του λυχναριού στο γυμνό ώμο του άντρα που πετάχτηκε πάνω αλαφιασμένος από τον πόνο. Σαν είδε την αγαπημένη του, κατάχλομη να τον βλέπει μέσα από τα δάκρυα της, που σαν διαμάντια λαμποκοπούσαν στο φως του λυχναριού, ένιωσε να αδειάζουν τα σπλάχνα του, θλίψη τον συνεπήρε, έδωσε μια με τις πουπουλένιες φτερούγες του να φύγει μακριά μα μόλις που πρόφτασε να γαντζωθεί γεμάτη απελπισία, στο ένα του πόδι η Ψυχή, και να πάρει τα ύψη μαζί του μέσα στα κατάλευκα σύννεφα. Μα η κούραση την εξάντλησε, τα χεριά της γλίστρησαν και άρχισε να πέφτει. Ο Έρωτας, που εξακολουθούσε να την αγαπάει, παρακάλεσε τον αγέρα κι αυτός την απίθωσε αργά – αργά, χωρίς να πάθει τίποτα. Μετά κατέβηκε πιο κάτω, στάθηκε στην κορυφή κοντινού ψηλόλιγνου κυπαρισσιού και με παράπονο της είπε: «Σε είχα προειδοποιήσει όμως εσύ μ’ αψήφησες. Γιατί έδειξες τόση αχαριστία; Γι’ αυτή τη μωρία, τίναξες όλη την ευτυχία σου στον αέρα. Τώρα γεύσου τον καρπό της αχαριστίας σου.» Λέγοντας αυτά πέταξε μακριά και χάθηκε στα ύψη. Πάνω στην απελπισία της η Ψυχή ρίχτηκε στ’ αφρισμένα νερά ενός ποταμού να πνιγεί. Εκείνος ευθύς γαλήνεψε, την σήκωσε απαλά πάνω στα νερά του και ήρεμα την άφησε πάνω στην πυκνή τη χλόη που’ χε φυτρώσει διπλά στην όχθη του. Παραμερίζοντας τα βρεγμένα μαλλιά που της σκέπαζαν το πρόσωπο, είδε να στέκεται μπροστά της ο μεγάλος θεός Παν, που ήρθε να την παρηγορήσει. Της έδωσε θάρρος για τη ζωή και την μετάπεισε να συνεχίσει να ζει, βάζοντας σαν στόχο να ξανακερδίσει την αγάπη του Έρωτα.
Έτσι από κείνη τη στιγμή η Ψυχή είχε ένα σκοπό στη ζωή της, να ξαναβρεί και πάλι την χαμένη ευτυχία της. Μα πρώτα έπρεπε να τιμωρήσει τις ζηλιάρες και φθονερές αδελφές της που την παρέσυραν σε αυτή την προδοσία. Πιάνει πρώτα τη μεγαλύτερη, που πρωτοστάτησε στην απάτη και της είπε πως τάχα, ο Έρωτας την εγκατέλειψε γιατί του άρεσε περισσότερο η επισκέπτρια αδελφή και ήταν έτοιμος να την παντρευτεί. Τότε αυτή παράτησε τον άντρα της και την οικογένεια τους, λέγοντας ψέματα πως πέθαναν οι γονείς της και τράβηξε στη γνωστή κορφή του βουνού. Πήδησε από έναν βράχο, πιστεύοντας πως ο Ζέφυρος και πάλι θα την ανασήκωνε κι έτσι γκρεμίστηκε βάφοντας τα βράχια με το αίμα της. Την ιδία τύχη είχε και η δεύτερη αδελφή, κομματιάζοντας το κορμί της στους αιχμηρούς βράχους που έγινε τροφή των αρπαχτικών πτηνών.
Αφού τιμώρησε αυτές που έγιναν η αιτία της συμφοράς της, η Ψυχή ξεκίνησε την αναζήτηση του Έρωτα, του αγαπημένου που από απερισκεψία έχασε. Έψαξε σε στεριές και θάλασσες, σε γόνιμες και σε άκαρπες περιοχές, σε θυλάκες πεδιάδες κι απάτητες κορφές βουνών, μα άδικος ο κόπος της. Ακόμα και οι θεοί, η καταφυγή των θλιμμένων ανθρώπων, την είχαν εγκαταλείψει γιατί δεν ήθελαν να έρθουν αντιμέτωποι με τη θεά της ομορφιάς την Αφροδίτη, που έτρεφε μίσος για τη θνητή που ξελόγιασε τον γιο της, τον Έρωτα. Μάταια κατέφυγε στα ιερά της Ήρας και της Δήμητρας ικετεύοντας τη συμπόνια τους. Ούτε και αυτές θέλησαν να τη βοηθήσουν αν και τη σπλαχνιστήκαν, λόγω της αφρογεννημένης αδελφής τους. Στο τέλος, με την ελπίδα ότι ίσως εκεί να έβρισκε τον αγαπημένο της, αναγκάστηκε να καταφύγει στης Αφροδίτης το παλάτι. Η θεά είχε από καιρό αναθέσει στον Ερμή που τριγύριζε σε όλο τον κόσμο, να βρει τη θνητή που πηρέ τα μυαλά του πιστού συνοδού γιου της, του Έρωτα και είτε με το καλό, είτε με τη βία, να την οδηγήσει μπροστά της. Έτσι ασυλλόγιστα η Ψυχή έπεσε στα χεριά της θεάς, που μάνητα την είχε κυριεύσει και εκδίκηση ήθελε να πάρει. Από τη στιγμή που πάτησε το πόδι στης θεάς το παλάτι, μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Δυο πιστές της θεάς δούλες, η Θλίψη και η Έγνοια, με μαστίγιο αυλάκωναν το τρυφερό κορμί της και τρίχα – τρίχα ξερίζωναν από την όμορφη κεφαλή της τα μαλλιά. Μετά πηρέ σειρά η ιδία η θεά, που με τα χέρια της χαστούκισε το ροδομάγουλο πρόσωπο και με βακχική μανία της ξέσκισε τα ρούχα. Κι ενώ ολόκληρο το σώμα, από την κορφή μέχρι τα νύχια, πονούσε, άλλη δοκιμασία έβαλε η θεά στη νύφη της. Σε τεράστιο σωρό από ανακατεμένους καρπούς κάθε είδους, στάρι, κριθάρι, κεχρί, κουκιά, ρεβιθιά, φακές και παπαρουνόσπορο, την οδήγησε και έδωσε την εντολή σε λίγες ώρες να τους ξεδιαλέξει και χωριστά να τους βάλει. Ήρθαν τα ψυχοπονιάρικα μυρμήγκια και στο ξεχώρισμα βοήθησαν. Την άλλη μέρα πιότερο δύσκολα βάσανα την περίμεναν. Τώρα η θεά την έβαλε να βρει χρυσό μαλλί από του βουνού τα πρόβατα και μετά από της Στυγός την πηγή, που δράκοι ακοίμητοι την φύλαγαν μέρα και νύχτα, νερό να κουβαλήσει. Και αυτά τα κατάφερε έχοντας νέους στα βάσανα παραστάτες. Το προφητικό καλάμι που συμβουλή της έδωσε με υπομονή να μαζέψει τις τούφες το μαλλί, που τα πρόβατα πάνω στων θάμνων αφήναν τ’ αγκάθια. Μετά του Δία τον αητό, που κανάτι γέμιζε από της πηγής το παράξενο νερό. Δόλου δε μαλάκωσε της θεάς το αντάριασμα και άλλη, ακόμα πιο δύσκολη, της αναθέτει αποστολή, στέλνοντας την Ψυχή στον κόσμο των σκιών, στο ζοφερό τον Άδη, για να δανειστεί από της Δήμητρας την κόρη, την όμορφη Περσεφόνη μια αλοιφή ομορφιάς, γιατί η δική της είχε τελειώσει. Συμπαραστάτη είχε αυτή τη φορά ένα μαγικό πύργο, που συμβουλή της έδωσε πως θα μπορούσε με τις λιγότερες δοκιμασίες στου Κάτω Κόσμου τα δώματα να κατέβει. Όμως κι εδώ καρτέρι της είχε στήσει η ατυχία. Σαν πήρε το γυάλινο βάζο με τη θεϊκή την αλοιφή, της πέρασε η σκέψη να βάλει κι αυτή λίγο από το θειο φάρμακο για να γίνει πιότερο όμορφη ώστε και πάλι τον Έρωτα να ξελογιάσει και την αγάπη του να ξανακερδίσει. Μα τη στιγμή που έβγαλε το πώμα από το βάζο, σαν σύννεφο αποπνιχτικός αχνός, που ήταν ο Ύπνος, την τύλιξε και στην υγρή γη σωριάστηκε χάνοντας τις αισθήσεις.
Ο άντρας της ο Έρωτας, ούτε στιγμή δεν έβγαλε από τη σκέψη του την αγαπημένη του γυναίκα και αφού πέρασε η πρώτη οργή, ηρέμησε και τη συγχώρησε. Η μάνα του, η Αφροδίτη τον είχε κλειδωμένο σε μια καμάρα, για να γειάνει τάχα η πληγή από το καυτό λαδί που είχε πέσει στου ωμού τη τρυφερή σάρκα, από το σάστημα της Ψυχής, εκείνη τη θλιβερή νυχτιά. Πήρε το αυτί του τη φοβερή δοκιμασία στου Ταρτάρου τα σκότη που η μάνα του έβαλε την Ψυχή να πάει. Έτσι το έσκασε, χωρίς κανείς από το θεϊκό παλάτι είδηση να τον πάρει και στου Πλούτωνα το θλιβερό παλάτι πήγε.
Έφτασε τη στιγμή, που σωριαζόταν η Ψυχή έχοντας τις αισθήσεις χάσει. Μεμιάς τον Ύπνο στο βάζο ξανακλείσε και την αγαπημένη στην αγκαλιά του έσφιξε. Μετά ανάλαφρα σήκωσε χτυπώντας τα φτερά και στον Όλυμπο την έφερε. Εκεί, σε μια των θεών σύναξη, με τη βοήθεια του Δία, τον οποίο τόσες φορές στους έρωτες του είχε βοηθήσει, σαιτοβολώντας την ομορφονιά που στο μάτι είχε βάλει ο πατέρας των θεών, καταλάγιασε της μάνας του την οργή. Ο ίδιος ο Δίας, που αχάριστος δεν ήταν, πρωτοστάτησε για το μεγάλο γλέντι που στου Ολύμπου τα παλάτια στήθηκε, για την, επίσημη πια, γαμήλια ένωση του φτερωτού θεού με την θεόμορφη θνητή. Έτσι η Ψυχή έγινε επίσημα γυναίκα του Έρωτα και σαν δώρο της χαρίστηκε η αθανασία. Η ευτυχία τους σφραγίστηκε μετά από λίγο καιρό, όταν ήρθε στον κόσμο και ο καρπός της αγάπης τους, η Ηδονή.


Αυτός είναι ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής. Ένας μύθος που από πολύ παλιά κιόλας λατρευόταν. Ένας μύθος που έχει ερμηνευτεί, αναλυθεί τόσες πολλές φορές που ξεχάσαμε να τον κοιτάξουμε με μια διαφορετική οπτική. Αυτή της καρδιάς.



To άρθρο αυτό είναι πνευματική ιδιοκτησία του blog  “Άρωμα Έρωτα” . Απαγορεύεται η αντιγραφή, η δημοσίευση, η αναπαραγωγή ή η μετάδοση του, από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την αναγραφή της πηγής. Copyright  Άρωμα Έρωτα® All rights reserved

11:28

                                                
                                                             Για δύο γαλάζια μάτια...



Το ξερω,ειναι τρελο,αλλα πραγματικα σ'αγαπω χωρις να σε ξερω καθολου...σε βλεπω και γινομαι ξαφνικα ευτυχισμενη αλλα δεν σου μιλω...ποιος ο λογος να σε θελω αν δε ειμαι αρκετα θαρραλεα για να σε πλησιασω???ουτε εσυ εισαι λιγοτερο δειλος κι ετσι μενουμε εδω να κοιταζομαστε απο μακρια...Κι ομως η αληθεια ειναι οτι μου αρεσει καπως αυτη η κατασταση..με γεμιζει κατα καποιον τροπο με ψευτικες ελπιδες,με αυτες τις ομορφες ψευδαισθησεις μου που σε κανουν να φανταζεις ιδανικος κι ας μην εισαι...Ευχομαι να σε γνωρισω και να ανακαλυψω τι εισαι πραγματικα γιατι δεν μπορω να λατρευω μονο το χρωμα των ματιων σου,δεν ειμαι τρελη απλα δεν ξερω τι στο καλο μου εχεις κανει...επιδρας πανω μου καταλυτικα...μακαρι να καταλαβεις τα σημαδια...καθε μερα σε αισθανομαι λιγο πιο κοντα,χθες σχεδον διπλα μου...αλλα δεν μπορω να ειμαι ολιγαρκης τωρα,θελω παραπανω...Θεε μου,μεινε εκει κι εγω θα σε τραβω ολο και πιο κοντα μου...ελα.

  



 

To άρθρο αυτό είναι πνευματική ιδιοκτησία του blog  “Άρωμα Έρωτα” . Απαγορεύεται η αντιγραφή, η δημοσίευση, η αναπαραγωγή ή η μετάδοση του, από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την αναγραφή της πηγής. Copyright  Άρωμα Έρωτα® All rights reserved

17:33




Και ο ήλιος σιγά σιγά θα χαθεί πίσω από το ασβεστωμένο φεγγάρι..Ένα χρυσό δαχτυλίδι θα ξεπροβάλλει  στον ουρανό και θα βασιλέψει  μόνο για λίγες στιγμές.. Και μετά θα χαθεί και αυτό..και ο χρυσός σου θαυμασμός θα μείνει μετέωρος να ακονίζει τα σακατεμένα δόντια σου για όσα δεν κατάφερες να πεις ή να κάνεις..Θα χαθεί τόσο γρήγορα που δεν θα το καταλάβεις..Και το βρεγμένο χαρτομάντηλο που κρατάς ..πλυμμηρισμένο από μαρμαρένια δάκρυα..θα πεταχτεί άψυχο σε έναν κάδο..χωρίς να έχεις καταλάβει  πόση αξία τελικά έχει μαζέψει..Και έτσι τόσο βαρυά ελαφρύ θα πέσει με ένα βουβό ουρλιαχτό στον πάτο..Μαζί με όλα τα άλλα σκουπίδια που έχεις πετάξει..πετσοκόβοντας τον εαυτό σου..Μαζεύεις τα λάθη σου τα βάζεις σε μία στοίβα σαν τραπουλόχαρτα και τα ονομάζεις "ποτέ δεν θα τα ξανακάνω" και την άλλη μέρα εκλιπαρείς να γυρίσεις πίσω τον χρόνο...Εκεί όπου το νέο φεγγάρι θα πάρει την θέση που του αξίζει...Και η έκλειψη δεν θα αργήσει να έρθει..Για λίγες στιγμές θα νοιώσεις την ομορφιά σου να κατρακυλάει στις γδαρμένες φλέβες σου..Ο ουρανός σκοτεινιάζει..Οι λέξεις σου πηγαινοέρχονται τόσο γρήγορα..που τα δάκτυλα σου χάνονται πάνω στα πλήκτρα..Τα μάτια βουλιάζουν στην οθόνη και εσύ κλαίγεσαι γιατί είσαι ένας πύργος από τραπουλόχαρτα που τόσο εύκολα γκρεμίζεσαι..Μισείς το να μισείς τόσο πολύ....Αλλά όχι δεν ζητάς βοήθεια..Και πολεμάς σε μία καταδικασμένη μάχη..σε έναν μάταιο πόλεμο.Αλλά και ποιος πόλεμος δεν ήταν μάταιος?? Κοιτάς τα αστέρια...Ψάχνεις τα αστέρια..Αλλά όλα σβησμένα όλα θολά..Εκεί όπου το λυκόφως κυριαρχεί..Μέσα στο φως σκοτάδι..Μέσα στο σκοτάδι φως..Το φεγγάρι αντικρυστά με τον ήλιο..ειρωνεύονται τρυφερά μεταξύ τους ότι ο ένας δεν μπορεί να ζει όσο ζει ο άλλος..Αλλά υπάρχει και εκείνη η στιγμή που όλα γαληνεύουν..Όλα συνυπάρχουν..τόσο απελπιστικά απλά..Και εσύ δεν χρειάζεσαι τίποτα άλλο..Μόνο ένα ζευγάρι μάτια να κοιτάζουν το πόσο όμορφο είναι το σύμπαν που σε πλυμμηρίζει...Και εσύ κουκίδα σε έναν χάρτη χωρίς αρχή και τέλος....Που μόνο εξελίσσεται...Και θα εξελίσσεται..Και είσαι τόσο σημαντικά ασήμαντος σε έναν κόσμο που φτιάχτηκε για να τον θαυμάζεις και να τον ζεις..Τίποτα άλλο απλά να τον ζεις..Βουτώντας σε γαλαξίες από μπετόν...σπάζεις τις ελπίδες σου..Αλλά ο ουρανός φτιάχτηκε για σένα..και αυτές οι πανσέληνες νύχτες..μείναν χωρίς φεγγάρι πια..
Και χάθηκα στα μικρά φεγγάρια μου..λιμοκτονώντας...γιατί δεν ήθελα να δω..γιατί δεν σκέφτηκα..γιατί βούλιαξα σε μεγαλεπίβολα όνειρα..που ποτέ δεν προορίζονταν  για μένα..Και ο ουρανός μου αποδείχτηκε τεράστιος και εγώ τόσο ελάχιστη...μικρό φεγγάρι κατακρεουργημένο από τους ίδιους μου τους ήλιους..
 
 
To άρθρο αυτό είναι πνευματική ιδιοκτησία του blog  “Άρωμα Έρωτα” . Απαγορεύεται η αντιγραφή, η δημοσίευση, η αναπαραγωγή ή η μετάδοση του, από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την αναγραφή της πηγής. Copyright  Άρωμα Έρωτα® All rights reserved
 

18:42

Το να σε σκέφτομαι απόψε
δεν σήμαινε να σε σκέφτομαι με τη σκέψη μου,
εγώ μόνο, μέσα μου. Σε σκεφτόμουν
διεξοδικά μ' εμένα, τον πλατύ κόσμο.

Το μεγάλο ονειροπόλημα του κάμπου, τ' αστέρια,
η θάλασσα σιωπηλή, τα χορτάρια αόρατα,
παρόντα μόνο με τα ξηρά τους αρώματα,
σε όλα αυτά,
απ' τον Αλδεβαράν ως τον γρύλλο σε σκεφτόμουν.

Πόσο ήρεμα
επικρατούσε η ομόνοια
ανάμεσα στις πέτρες, τα περίλαμπρα άστρα,
το μουγγό νερό, την τρεμουλιαστή συστάδα των δέντρων,
σ' όλα τ' άψυχα,
κι η δικιά μου ψυχή
τ' αφιέρωνε όλα σ' εσένα! 'Ολα να προστρέχουν
πειθήνια στο κάλεσμά μου, στην υπηρεσία σου,
ανυψωμένα σε πρόθεση και δύναμη αγάπης.
Εσμιγαν τα φώτα κι οι σκιές
στο φως της αγάπης μου, έσμιγε
η μεγάλη σιωπή πάνω στην επίπεδη γη,
φωνές απαλές απ' τα σύννεφα, από τον ουρανό,
στο τραγούδι προς εσένα που τραγουδούσε μέσα μου.
Μια συμφωνία κόσμου και ύπαρξης,
βιασύνης και χρόνου, μια εκεχειρία απίθανη
απλωνόταν μέσα μου, όπως μπαίνει η ευτυχία
όταν έρχεται αβίαστα, φιλί με φιλί.
Και σχεδόν
σταμάτησα να σ' αγαπώ για να σ' αγαπήσω
μ' άπειρη εμπιστοσύνη, περισσότερο απ' αυτήν που έχω σ' εμένα,
σ' αυτήν την πράξη αγάπης προς τη μεγάλη νύχτα
που πλανιέται στον χρόνο κι επιφορτισμένη ήδη
με ιερή αποστολή, ιεραπόστολος αποδείχτηκε
μιας αγάπης που έγινε αστέρια, γαλήνη, κόσμος,
που σώθηκε πια απ' τον φόβο
εκείνου του πτώματος που απομένει σαν ξεχαστεί.





To άρθρο αυτό είναι πνευματική ιδιοκτησία του blog  “Άρωμα Έρωτα” . Απαγορεύεται η αντιγραφή, η δημοσίευση, η αναπαραγωγή ή η μετάδοση του, από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την αναγραφή της πηγής. Copyright  Άρωμα Έρωτα® All rights reserved



17:55


What else could the ocean be
What else is the sea
But a hundred million drops of water

What else but a memory
Of faded memories
Was everything that came before you


And I don't know
Where we'll go
Or where we're gonna be
I don't know, much at all
But when i think of you
I do

Roll the dice again to see
The roads we choose to tread
Then go whichever way you want to

What else could I ever be
But the man who lost his head
And let his cold cold heart adore you


And I don't know
Where we'll go
Or where we're gonna be
I don't know, much at all
But when i think of you
I do

I won't fight it anymore
As we wash up on the shore
I still love you
I do

What else could the ocean be
What else is the sea
But a hundred million drops of water


Και έτσι μια γλυκιά μελαγχολία ήρθε. Δεν την έδιωξα. Δεν ήταν ενοχλητική. Απλά έβαλε ένα θλιμμένο χαμόγελο στα χείλη μου και ίσως ένα δάκρυ να βρήκε την έξοδο... Αλλά αυτό. Ήσυχα. Απαλά. 


To άρθρο αυτό είναι πνευματική ιδιοκτησία του blog  “Άρωμα Έρωτα” . Απαγορεύεται η αντιγραφή, η δημοσίευση, η αναπαραγωγή ή η μετάδοση του, από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την αναγραφή της πηγής. Copyright  Άρωμα Έρωτα® All rights reserved

15:28

Πόσα πράγματα δεν θα ζήσουμε ποτέ... Πόσα όμορφα πράγματα δε θα δούμε ποτέ... Πόσα όνειρα δεν θα ικανοποιήσουμε ποτέ... Πόσες ανατολές και πόσα ηλιοβασιλέματα σε απρόσιτα και πολυσύχναστα μέρη χάνουμε... Σκέψου πόσα μοναδικά, όμορφα, απάνθρωπα ή αποτρόπαια πράγματα συμβαίνουν κάθε δευτερόλεπτο κάπου...κοντά ή μακριά...στους άλλους ή σε σένα!

Επομένως η ζωή είναι μάταιη κι εμείς δειλοί που παρ όλα αυτά θέλουμε να την ζούμε. Ακόμα κι αν νομοτελειακά θα καταλήξουμε στο αυτονόητο, στο γνωστό, στο αρχέτυπο. Αν δηλαδή φτάνουμε με συνείδηση στο τέλος!
Εντάξει λοιπόν, ποτέ δεν θα τα μάθεις ΟΛΑ, ποτέ δεν θα τα ζήσεις ΟΛΑ, ποτέ δεν θα τα έχεις ΟΛΑ... Τουλάχιστον έχουμε την δύναμη να επιλέξουμε τι θα ζούμε και με τον τρόπο που θα τα ζούμε... Σε ένα βαθμό ναι, σε άλλο όχι... Όπως κι να χει είναι απογοητευτικό να ξέρεις πόσα πολλά γίνονται μακριά από σένα. Μα ακόμα πιο απογοητευτικό είναι να ξέρεις ότι γίνονται χωρίς εσένα!
Ίσως τελικά η γεωγραφική μας θέση να ορίζει και να θέτει μερικούς παραπάνω περιορισμούς απ όσους νομίζουμε. Δείχνει τι είναι μακριά και τι κοντά, τι μπορούμε να έχουμε σε αφθονία και τι χάνουμε (σε σχέση με αυτά που λέει η έναρξη). Καθορίζει όχι μόνο το παρόν αλλά και το μέλλον μας (κυρίως αυτό), τις δυνατότητες, τις ευκαιρίες και τις επιλογές μας. Από την άλλη μπορείς να το πάρεις και ανάποδα... οι επιλογές, οι ευκαιρίες, οι δυνατότητες και το όραμα που έχουμε για το μέλλον καθορίζει την γεωγραφική μας θέση. Yeah! Not bad! Το τι θα ισχύει από τα δύο έχει να κάνει με το πόση δύναμη έχεις (ή πιστεύεις ότι έχεις) στο να ορίζεις την ζωή σου, καθώς και πόση αυτογνωσία, ευελιξία και αποφασιστικότητα σε χαρακτηρίζει.
Πρέπει να καταφέρεις να είσαι πολύ ευτυχισμένος και σοφός για να μπορείς να αποδέχεσαι όλα όσα χάνεις και να σταθμίζεις όσα κερδίζεις ως ανώτερα ή έστω υπερ αρκετά! Γιατί πάντα κάτι θα χάνεις όσα κι αν πετύχεις να μαζέψεις κοντά σου! Να ξέρεις δηλαδή ότι έτσι είναι η ζωή και αυτό είναι ένα πρόβλημα που απλώς δεν επιδέχεται λύσης. Καλά για να το αποδεχθείς αυτό πρέπει να σαι και άνθρωπος που συμβιβάζεται, που δεν είναι τελειομανής, που δεν είναι φιλόδοξος ή που απλά η ζωή σου υποδεικνύει αυτό το δρόμο και δεν έχεις εναλλακτική. Και κάπως ρεαλιστής και μετρημένος...
Μπορείς να σου λείπει κάτι που δεν ξέρεις, κάτι που δεν είχες, να επιθυμείς κάτι που δεν το προσεγγίζεις παρά μόνο υπερβατά; Ναι! Αρκεί να το έχεις ονειρευτεί! Είναι σαν τα παραμύθια. Κανείς δεν τα έζησε, κανείς δεν ξέρει να τα εξηγήσει πως γίνονται, αλλά όλοι προσπαθούμε να αγγίξουμε το παραμυθικό απόλυτα ευτυχισμένο στόρυ-τέλος.
Είναι σωστό όμως να επιτρέπει στην φαντασία, την ευαισθησία και τον συναισθηματισμό να θέτει όρια στον ρεαλιστικό, πραγματικό κόσμο; Στις θέσεις, τις επιθυμίες, τις ευκαιρίες, τις επιλογές; Δεν ξέρω!
Το ότι τα όνειρα υπάρχουν δεν τα καθιστά ικανά για να μας ορίζουν. Ίσως να ναι λάθος ή ίσως να ναι έτσι φτιαγμένα ώστε να παραμείνουν όνειρα. Αν όμως τα όνειρά μας δεν μοιάζουν με την ζωή μας σημαίνει ότι η ζωή δεν είναι δική μας.
Σοφός λοιπόν είναι εκείνος που έχει κάνει τα όνειρά του να μοιάζουν με την ζωή του. Ευτυχισμένος και ελεύθερος αυτός που έχει κάνει την ζωή του να μοιάζει με τα όνειρά του. Και οι υπόλοιποι είμαστε απλώς αχόρταγοι παρατηρητές μιας ζωής που ταιριάζει σε αλλουνού όνειρα.
Είναι από αξιοζήλευτο έως ειρωνικό να βλέπεις τα δικά σου όνειρα να ικανοποιούνται σε αλλουνού ζωή. Κακή διανομή ρόλων θα το έλεγε ένας έμπειρος σκηνοθέτης. Αλλά η πραγματική ζωή δεν έχει από τέτοιους. Ούτε παίζει ταιριαστή μουσική στις κρίσιμες στιγμές. (Κρίμα...πάντα το ήθελα αυτό...αλλά το προσπαθώ μόνη μου!) Επίσης, δεν μπορείς να κλέψεις και να διαβάσεις – δεις νωρίτερα το τέλος ή να κάνεις rewind στα αξέχαστα ή focus στα όμορφα ή pause στα απρόσιτα.
Από που ξεκίνησα; Γιατί αισθάνθηκα ότι χάθηκα λιγάκι... Α ναι! Πόσο μικρή και ανεπαρκής είναι η ζωή. Μήπως όμως δεν είναι, απλώς την ζούμε λάθος;! Και πρέπει να αλλάξουμε εμείς ή ζωή;
Σκέψου σε παράλληλες διαστάσεις τι μπορεί να έχουμε ζήσει... Σκέψου πόσες εναλλακτικές, πόσες επιλογές, πόση ελευθερία (δεν έχουμε...)!
Αγαπητέ αναγνώστη... όσα όμορφα πράγματα και να ζεις όση χαρά και να λαμβάνεις, πάντα λίγο πιο κει γίνονται πολλά πράγματα που τα χάνεις, που δεν καταγράφονται σε μία μνήμη, που θεωρούνται μη πεπραγμένα. Έτσι αποκόβεσαι από τις εναλλακτικές σου. Παύουν να ναι καθημερινότητα, να είναι ανάμνηση, να είναι επιθυμία, μέχρι που παύουν να είναι σκέψη.

Τελικά οι σοφοί απλώς φρόντισαν να έχουν ξεχάσει...
 
 
 
To άρθρο αυτό είναι πνευματική ιδιοκτησία του blog  “Άρωμα Έρωτα” . Απαγορεύεται η αντιγραφή, η δημοσίευση, η αναπαραγωγή ή η μετάδοση του, από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την αναγραφή της πηγής. Copyright  Άρωμα Έρωτα® All rights reserved

19:18

                                           Χριστούγεννα στην Αθήνα...οι δυο όψεις...

Η όμορφη και καλαίσθητη όψη της...

Μεταμορφώνεται η Αθήνα τις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων… οι δρόμοι γεμίζουν με γιορτινά λαμπάκια, οι πλατείες σε κάθε γωνιά της χώρας, φωταγωγούνται και στολίζονται με έλατα, φάτνες, παραδοσιακά καραβάκια, ελαφάκια και άλλες γιορτινές παραστάσεις, που δίνουν μια εορταστική νότα και μας φτιάχνουν το κέφι στην κάθε μας βόλτα! Στα μικρά παιδιά, μάλιστα, δίνεται η ευκαιρία να δουν την πόλη στην οποία ζουν πιο «παιχνιδιάρικη» από κάθε άλλη εποχή.
Ειδικά για όσους δεν έχουν τη δυνατότητα να αποδράσουν από την Πρωτεύουσα για τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές, η Αθήνα «φοράει τα καλά της» και δίνει τη δυνατότητα, σε όλους, να περάσουν καλά, να διασκεδάσουν και να χαλαρώσουν από τα άγχη της καθημερινότητας, χωρίς, μάλιστα να χρειάζεται να ξοδέψουν μεγάλα ποσά.
Πλατεία Συντάγματος
Η πλατεία συντάγματος αποτελεί πάντα, όπως είναι λογικό, το επίκεντρο των εκδηλώσεων για τις τελευταίες μέρες του χρόνου. Ο στολισμός της και η φωταγώγησή της αποτελεί ξεχωριστό κομμάτι, κάθε χρόνο και σηματοδοτεί την έναρξη των εορταστικών εκδηλώσεων. Είναι γεμάτη, όλες τις ημέρες, από «καλλιτέχνες του δρόμου», πλανόδιους πωλητές και περιφερόμενους μουσικούς, όλων των ειδών, οι οποίοι θα σας διασκεδάσουν ενώ εσείς θα κάνετε τη βόλτα σας στα μαγαζιά του κέντρου.
Ο Δήμος Αθηναίων, έχει ανακοινώσει για τη φετινή χρονιά, πως θα έχει στη διάθεση του πάνω από 550 καλλιτέχνες σε 30 διαφορετικά σημεία της πόλης, που θα μπορείτε να τους παρακολουθήσετε δωρεάν. Ήδη στην πλατεία Κλαυθμώνος, έχει στηθεί η σκηνή που θα φιλοξενήσει πολλούς και διαφορετικούς καλλιτέχνες μέχρι και τις 5 Ιανουαρίου της νέας χρονιάς.
Γκάζι
Εκτός από σημείο αναφοράς για τη διασκέδαση της νεολαίας, το Γκάζι έχει μεταμορφωθεί για τις φετινές γιορτές, στην πόλη του Αϊ Βασίλη! Η Τεχνόπολη, είναι εκείνη που θα γίνει το «Εργοστάσιο των Χριστουγέννων»! Δίνεται η ευκαιρία σε οικογένειες και όχι μόνο, να επισκεφτούν τον χώρο, να μαγευτούν από το πνεύμα των Χριστουγέννων αλλά και να συμμετέχουν ενεργά σε ποιοτικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες, σε τιμές πολύ προσιτές. Τα τρία διαφορετικά καρουζέλ, το στεγασμένο παγοδρόμιο των 300μ., το εργοστάσιο των παιχνιδιών, η Παραμυθούπολη, η Χριστουγεννιάτικη αγορά, οι ξυλοπόδαροι, ζογκλέρ και μίμοι είναι μερικά από αυτά που θα συναντήσετε κατά την επίσκεψή σας στον χώρο και θα φροντίσουν για τη διασκέδασή τη δική σας αλλά και των μικρών μας φίλων.
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
Για άλλη μια φορά το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών θα δώσει όμορφες και ποιοτικές παραστάσεις, με πολύ προσεγμένες παραγωγές και με καλλιτέχνες ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου, αλλά και μουσικές εκδηλώσεις από τη Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών. Στο πρόγραμμα, εμπεριέχονται παραστάσεις για ενήλικες και παιδιά που θα σας μαγέψουν. Ειδικά για τους νέους, το Μέγαρο Μουσικής, έχει προχωρήσει στη δημιουργία εκπτωτικών προσφορών, ώστε να είναι εύκολη η πρόσβαση σε όλους όσοι το επιθυμούν.

Γενικότερες επιλογές
Οι επιλογές σας δεν περιορίζονται στο κέντρο της Αθήνας. Σε όποια περιοχή και αν μένετε, σίγουρα, θα υπάρχει κάποια Χριστουγεννιάτικη εκδήλωση που αξίζει να επισκεφτείτε. Σε πολλές πλατείες, υπάρχουν παζάρια από τα οποία μπορείτε να προμηθευτείτε χειροποίητα και πρωτότυπα χριστουγεννιάτικα στολίδια και μικρο-δωράκια για να χαρίσετε στα αγαπημένα σας πρόσωπα. Επίσης, πολλές είναι και οι υπαίθριες αγορές βιβλίων, στις οποίες μπορείτε να εντοπίσετε βιβλία-διαμάντια, κλασσικά και σύγχρονα, σε πολύ καλές τιμές. Και φυσικά, δεν λείπουν οι εκδηλώσεις και παζάρια κοινωνικού και φιλανθρωπικού ενδιαφέροντος, από τις οποίες μπορείτε να ψωνίσετε και να συμβάλετε, ταυτόχρονα, στο έργο των συλλόγων αυτών, που μας χρειάζονται –κατά τη διάρκεια όλης της χρονιάς- αλλά ειδικά αυτές τις μέρες.

Και η όχι τόσο ευχάριστη πλευρά που πολλοί κάνουν πως δεν υπάρχει... -άρθρο από το travelstyle.gr-
Η Αθήνα στολίστηκε για να γιορτάσει τα Χριστούγεννα, όμως τα φώτα της, εκτός από την ευχάριστη ατμόσφαιρα που δημιουργούν φωτίζουν και τις σκηνές αγώνα και απελπισίας στους δρόμους της πρωτεύουσας: Τους άστεγους που αυξάνονται και κοιμούνται στους δρόμους της πόλης.
Ο φωτογράφος Γιώργος Κονταρίνης από την Eurokinissi έκανε μια βραδινή βόλτα, κάτω από τα φώτα της πόλης που από χθες άναψαν σε μια προσμονή γιορτής και αλλαγής και αποτύπωσε τις εικόνες υπό τον τίτλο «Αθήνα- Αστεγοι κάτω από τα λαμπιόνια των γιορτών».







To άρθρο αυτό είναι πνευματική ιδιοκτησία του blog  “Άρωμα Έρωτα” . Απαγορεύεται η αντιγραφή, η δημοσίευση, η αναπαραγωγή ή η μετάδοση του, από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την αναγραφή της πηγής. Copyright  Άρωμα Έρωτα® All rights reserved

21:30


Σε κάποια απόμερη γωνιά του εκχυμένου σε αναρίθμητα λαμπυρίζοντα ηλιακά συστήματα σύμπαντος, υπήρξε μια φορά και έναν καιρό ένα αστέρι, πάνω στο οποίο ευφυή ζώα επινόησαν τη γνώση. Ήταν η πιο υπερφίαλη και η πιο απατηλή στιγμή της 'Παγκόσμιας ιστορίας', αλλά ήταν βέβαια μονάχα μια στιγμή. Έπειτα από λιγοστές ανάσες της φύσης, το αστέρι πάγωσε και τα δαιμόνια ζώα έπρεπε να πεθάνουν.
Νίτσε.




To άρθρο αυτό είναι πνευματική ιδιοκτησία του blog  “Άρωμα Έρωτα” . Απαγορεύεται η αντιγραφή, η δημοσίευση, η αναπαραγωγή ή η μετάδοση του, από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την αναγραφή της πηγής. Copyright  Άρωμα Έρωτα® All rights reserved

18:06

                                                                       Έραγκον <3

Είπα να δω μια παλιά ταινία... Και κόλλησα.
Υπόθεση για όσους δεν την έχουν δει...


Ένα αγόρι... Ένας δράκος... Ένας κόσμος περιπέτειας... Όταν ο Έραγκον, ένα φτωχό χωριατόπαιδο, βρίσκει μέσα στο δάσος μια γυαλιστερή γαλάζια πέτρα, νιώθει πολύ τυχερός για την ανακάλυψή του. Ίσως μ’ αυτήν αγοράσει το κρέας που χρειάζεται η οικογένειά του για το χειμώνα. Όταν όμως ανακαλύπτει ότι η πέτρα κρύβει μέσα της ένα μικρούλη δράκο, ο Έραγκον δεν αργεί να συνειδητοποιήσει ότι του έχει δοθεί μια κληρονομιά σχεδόν τόσο παλιά όσο και η ίδια η Αυτοκρατορία. Μέσα σε μια νύχτα η απλή ζωή του γίνεται χίλια κομμάτια. Tότε αναγκάζεται να μπει σε έναν επικίνδυνο νέο κόσμο: τον κόσμο του πεπρωμένου, της μαγείας και της δύναμης. Με οδηγό ένα αρχαίο σπαθί και τις συμβουλές ενός γέρου παραμυθά, ο Έραγκον και ο φτερωτός δράκος του πρέπει να διασχίσουν την επικίνδυνη χώρα και να αντιμετωπίσουν τους σκοτεινούς εχθρούς μιας Αυτοκρατορίας που την κυβερνά ένας βασιλιάς διεφθαρμένος και δαιμονικός. Μπορεί ο Έραγκον να αντέξει το βάρος του θρύλου των Δρακοκαβαλάρηδων; Το πεπρωμένο της Αυτοκρατορίας ίσως βρίσκεται στα δικά του χέρια...


Και εδώ ένα link για την ταινίαα :)
http://www.putlocker.com/file/L38QA21KJN4S8G4#



To άρθρο αυτό είναι πνευματική ιδιοκτησία του blog  “Άρωμα Έρωτα” . Απαγορεύεται η αντιγραφή, η δημοσίευση, η αναπαραγωγή ή η μετάδοση του, από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την αναγραφή της πηγής. Copyright  Άρωμα Έρωτα® All rights reserved

20:07







Πώς καταλαβαίνεις πως θα πεθάνεις; Νομίζω όταν είσαι εγκλωβισμένος σε ένα υπόγειο κάθετο τούνελ που έχει ξεκινήσει ως  βάραθρο...
«Χρήστο! Δεν υπάρχει αρκετός χώρος για να προχωρήσουμε. Είναι πολύ στενό», είπα στον άλλο βλάκα που ήρθε μαζί μου. Στην αρχή είχαμε δει κάτι σαν μικρό «σκίσιμο» στο βράχο. Όταν κοιτάξαμε μέσα είδαμε πως υπήρχε κάτι σαν υπόγεια σπηλιά. Ο Χρήστος και εγώ είπαμε, εφόσον για αυτό έχουμε έρθει, να κατέβουμε. Είχαμε μαζί μας αρκετό σκοινί αλλά ξέρω πως η προσεκτική Έλα έχει μαζί της άλλο τόσο. Η Βάλια και η Μαρίζα μας φρόντιζαν από τη πάνω μεριά και ο Μαξ με την Έλα πρόσεχαν για τυχόν... αφίξεις. Κατεβήκαμε προσεκτικά με τη βοήθεια μιας ανεμόσκαλας που γατζώθηκε στην αρχή του βάραθρου και έπεφτε πολύ κάτω...
«Μπορεί να περάσεις εσύ;» ρώτησε εκείνος.
«Ναι, ίσως. Αλλά μόνη μου δεν πάω εκεί κάτω», του απάντησα αμέσως. Ήμασταν δεμένοι μαζί˙αν έπεφτα, έπεφτε. Στην αρχή, ήταν πολύ αθώο το όλο εγχείρημα. Τώρα... έχοντας βρεθέι σε ένα «στόμιο», που προφανέστατα οδηγούσε ακόμη πιο βαθιά στα έγκατα της γης, νίωθω ασφυξία. Λίγο.
Και ξαφνικά, έτσι χωρίς καμία προειδοποίηση, ένιωσα να πέφτω. Νομίζω πως ούρλιαξα, αλλά είναι όλα τόσο θολά. Πιάστηκα από το τοίχωμα και κρατήθηκα με όλη μου τη δύναμη εκεί. Πέρασαν μερικές στιγμές. Μετά άκουσα τους απέξω να φωνάζουν.
«Ναι, καλά είμαστε», άκουσα το Χρήστο να απαντά καθόλου ταραγμένος. Ήταν ακριβώς δίπλα μου. Πήρα ανάσα μετά από πολλή ώρα.
«Τώρα;», ψιθύρισα πιο πολύ στον εαυτό μου...
«Ο μοναδικός δρόμος πια είναι... κάτω», μου απάντησε. Τα σακίδιά μας είχαν σκοινί περίπου 100 μέτρα... και φακούς, νερό, ρούχα και μπαταρίες.
«Πως κάτω; Είναι γκερμός, και έχουμε ήδη πέσει μια φορά», του θύμισα. Γύρισε το πρόσωπό του και με κοίταξε. Ένιωσα όλα τα άλλα να σιωπούν. Και πήδηξε κάτω. Δεν μπόρεσα να κάνω την παραμικρή κίνηση... γιατί τον άκουσα να πατάει κάπου.
«Είναι δάπεδο και στη μέση είναι το πηγάδι μας...», μου είπε και με βοήθησε να κατέβω.
Όντως. Και το άνοιγμα ήταν αρκετά μεγάλο, έτσι ώστε να χωράει και τους δυο μας. Πέρασε το σκοινί από τη ζώνη του και μετά από τη δικιά μου, και πέρασε. Με λίγο πιο αδέξειες κινήσεις από ό,τι συνήθως έβγλα έναν μεγάλο φακό και τον άναψα και πέρασα. Είχαμε μόλις βρεθεί σε ένα άνοιγμα τεράστιο με διάφορους διαδρόμους προς κάθε μεριά.
«Φοβάμαι. Λίγο...», ψιθύρισα, χωρίς να έχω συναίσθηση πως δίπλα μου ήταν το αγόρι που...
«Και εγώ. Αλλά πρέπει να βγούμε έξω», μου απάντησε ο Χρήστος. Ναι καλά... Εγώ για κάθε περίπτωση κόλλησα πάνω του. Το δωμάτιο που απλωνόταν μπροστά μας... ήταν κυκλικό με μια οροφή σαν τρούλο, αψιδωτή καμάρα. Πάνω από κάθε διάδρομο είχε διάφορα σχήματα. Άλλοι ανηφόριζαν, άλλοι κατηφόριζαν και μόνο δύο συνέχιζαν ευθεία. Η λογική έλεγε να πάρουμε το ανηφορικότερο, αλλά το ένστικτο έλεγε το πιο ευθύ μονοπάτι. Και αυτό έγινε. Ο διάδρομος ήταν ακόμα φαρδύς και περπατούσαμε δίπλα-δίπλα. Δεν υπήρχαν διακλαδώσεις και έτσι μείναμε στην πορεία μας.
«Δεν μπορείς να πεις... Είναι ρομαντικά», μου ψιθύρισε ο Χρήστος.
«Μα και βέβαια... Πόσες κοπέλες θα ήθελαν να βρίσκονται στην ίδια κατάσταση;», είπα εγώ. Αλλά  πέρα από την πλάκα, πότε ήταν που είχα πρίξει τους πάντες πως δεν είχαμε μείνει ούτε μια φορά μόνοι με τον Χρήστο. Και ναι μου αρέσει.  Πολύ...
«Πάντως, σίγουρα, όχι η Σοφί. Εκείνη το μόνο που ξέρει είναι τον κόσμο της Μπάρμπι! Α και το κομμωτήριο», είπε χλευαστικά. Η Σοφί ήταν και είναι μια.... ναιπ, και γουστάρει τον Χρήστο.
«Κοίτα μπορεί να είναι τρομακτηκά και τα σχετικά, αλλά είναι όμορφα», του είπα μετά από λίγο. Είναι κάτι τέτοιες φορές που έχεις αποδεχθεί τα πάντα και δεν το σκέφτεσαι. Αλλά σκέφτεσαι αυτόΝ. Ο διάδρομος έστριβε ελαφρώς δεξιά και συνέχιζε λίγο πιο ανηφορικός. Υπήρχε καθαρός αέρας που χτυπούσε με δύναμη στο πρόσωπό μου.
«Νομίζω πως βγαίνει κάπου... έξω» είπα όταν συνέδεσαν το έξω κόσμο και τον αέρα.
«Ναι. Ισχύει» απάντησε. Ήταν προφανές πως δεν με έβλεπε έτσι. Και για αυτό το έκλεισα. Μετά από αρκετά μέτρα ο διάδρομος ξαναέστριψε. Ο άερας γινόταν όλο και πιο δυνατός.
«Δεν ήξερα πως σου αρέσουν όλα αυτά...», είπε ξαφνικά εκείνος. Και που είσαι ακόμα...
«Ναι», ήταν η μοναδική απάντηση που θα έδινα. Τον άκουσα να παίρνει μια ανάσα.
«Κοίτα, ξέρω πως είναι τελείως άκυρο το μέρος, αλλά θέλω να σου πω κάτι», ξεκίνησε να λέει. Ας είναι για καλό...
«Μου αρέσεις», ψιθύρισε. Και παραλίγο να πέσω κάτω. Για πέντε λεπτά που, όμως εμένα μου φάνηκαν ώρες, δεν μιλούσαμε. Και ο διάδρομος έστριψε... και φανέρωσε την απόκρυμνη κορυφή του βουνού. Έβλεπε όλο το ηλιοβασίλεμα. Ο κόκκινος ήλιος έβαφε τα μαλλιά του κάτι ανάμεσα στο δικό του χρυσό και πορτοκαλί. Τα μάτια του, αυτά τα κεχριμπαρένια μάτια... γίνονταν χρυσά. Και με φίλησε.









Y.Γ. Δεν έχω ιδέα πώς μου ήρθε να το γράψω αυτό... αλλά ορίστε...  <3




To άρθρο αυτό είναι πνευματική ιδιοκτησία του blog  “Άρωμα Έρωτα” . Απαγορεύεται η αντιγραφή, η δημοσίευση, η αναπαραγωγή ή η μετάδοση του, από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την αναγραφή της πηγής. Copyright  Άρωμα Έρωτα® All rights reserved

21:39

Θέλω να πω ένα τεράστιο ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ σε όλους όσους έχουν διαθέσει έστω και ένα λεπτό στο μπλογκ μου. Αμερική, Ελλάδα, Γερμανία και Μαλαισία <3 <3 Δεν έχω λόγια. Είστε ο λόγος που συνεχίζω να γράφω... και δεν το λέω σαν όλους τους τραγουδιστές και έτσι... Καμία σχέση...
Σας ευχαριστώ. Σημαίνει πολλά περισσότερα από ό,τι πίστευα πως θα σήμαινε. <3 <3 <3
Να είστε καλά και ο Θεό... ναι, τέλος πάντων, οι δυνάμεις του σύμπαντος... όπως θέλετε πέστε το. Οι καλοτυχίες να σας βρίσκουν <3 <3 <3

Μη φοβάστε, μια κρίση αγάπης είναι <3 <3

19:14


                                                      Ποτέ δεν πίστευα σε παραμύθια.
 Από πολύ μικρή η ζωή μου είχε δείξει πως όποιος ακολουθούσε την καρδία του... δεν είχε και αίσιο τέλος. Και τότε έδωσα μια υπόσχεση στον εαυτό μου. Και ίσως, τότε να την εννοούσα με όλη μου την ψυχή. Είπα πως δεν θα ονειροπολώ και δεν θα φαντάζομαι τίποτα. Είπα πως θα κρατούσα τη ζωή μου σε τάξη και δεν θα ξεστράτιζα. Είπα... πολλά. Και τώρα, τώρα...όλα αυτά τα «είπα», καταρρέουν. Το τείχος γκρεμίζεται. Και δεν έδωσα ποτέ την άδεια. Και όλα αυτά γιατί; Γιατί μου έδειξε έναν καινούριο κόσμο που διέλυσε κάθε άμυνα που ήταν τόσο προσεκτικά χτισμένη. Έναν κόσμο, αόρατο για πολλούς. Ίσως και για όλους.
Ελευθέρωσα την ανάσα που τόσην ώρα δεν είχα καταλάβει πως κρατούσα μέσα μου.
«Κρυώνεις;», με ρώτησε απομακρύνοντάς με από όποια φευγαλέα σκιά περνούσε από το μυαλό μου.
«Όχι», απάντησα με μια δόση άπιαστης μελαγχολίας. Με είχε πείσει πως αν έβλεπα ό,τι είχε δει και εκείνος θα μπορούσα να καταλάβω τα λόγια του. «Όλοι οι μύθοι και όλα τα παραμύθια που έχεις ακούσει... είναι αληθινά», είχε πει. Ποια παραμύθια; Και ποιοι μύθοι;
Και ξαφνικά, παρατήρησα το τοπίο γύρω μου. Ένα σκοτεινό δάσος εκτεινώταν μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά μου. Δέντρα κάθε είδους... Και... μικρές λάμψεις. Τόσο μικροσκοπικές που νόμισα πως έκανα λάθος. Και, όμως.
«Κάτω από όλους τους θορύβους και τις σκιές... εκεί. Θα βρεις, τον κόσμο που θα σε αλλάξει. Θα δεις τον κόσμο με τελείως διαφορετική οπτική. Και τότε θα μάθεις... με πόσα συναισθήματα πάλευες καθημερινά, ώστε να τα κρατάς έξω από τη ζωή σου», ψιθύριζε μια λεπτή και σχεδόν έτοιμη να εξαφανιστεί φωνούλα. Κάπου στο πιο απόμακρο μέρος του εαυτού μου, ήξερα πως είχε δίκιο. Ήξερα πως το να κρατάω την τάξη στη ζωή μου, χωρίς να μπορώ να την επιβάλλω και στη ψυχή μου, ήταν μάταιο.
Και τότε, σαν να άνοιξε ένα φως, ένα εσωτερικό «μάτι», είδα. Είδα για πρώτη φορά. Συμβαίνει κάποια στιγμή στη ζωή μας να βρισκόμαστε αντικριστά με το Απόλυτο, είναι εκείνη η φορά που οι φόβοι και οι αντιστάσεις μας βγαίνουν στη πρώτη γραμμή και μάχονται με τα 'θέλω' και τα 'πρέπει' που για χρόνια καταπιέζαμε. Όσες προφάσεις και αν προβάλλουμε για να μη το ζήσουμε -με κύριο φόβο το να μην είναι αυτο που δείχνει- όσο και αν προσπαθήσουμε να διώξουμε τις στιγμές που το μυαλό μας δεν αντέχει άλλο, αν είναι πραγματικά το Απόλυτο, τότε απλά πολεμάμε τον ίδιο μας τον εαυτό και  στη πραγματικότητα μονάχα ο χρόνος είναι εκείνος που θα μπορέσει να μας δείξει αν θα βρεθούμε σε μια αληθινή ζωή ή στο απόλυτο κενό..
«Ναθ; Ναθ, είσαι καλά;», άκουσα τον Σεμπάστιαν να με ρωτάει. Ή μάλλον, όχι. Να ρωτάει την κοπέλα που στεκόταν δίπλα του. Γιατί εγώ, ταξιδεύω. Στον καινούριο κόσμο.
Μπροστά μου δεν απλωνώταν πια το δάσος που ήταν πολύ σκοτεινό για να δεις το οτιδήποτε. Μπροστά μου βρισκόταν ένα ξέφωτο, σαν και αυτά που ζουν οι νεράιδες. 



Αυτό "ήρθε" όταν έκανα άλγεβρα. Ναι τόσο πολύ με εμπνέει το μάθημα. Ίσως να υπάρξει συνέχεια. Ίσως όχι.Ο καιρός θα δείξει.


To άρθρο αυτό είναι πνευματική ιδιοκτησία του blog  “Άρωμα Έρωτα” . Απαγορεύεται η αντιγραφή, η δημοσίευση, η αναπαραγωγή ή η μετάδοση του, από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την αναγραφή της πηγής. Copyright  Άρωμα Έρωτα® All rights reserved