20:07







Πώς καταλαβαίνεις πως θα πεθάνεις; Νομίζω όταν είσαι εγκλωβισμένος σε ένα υπόγειο κάθετο τούνελ που έχει ξεκινήσει ως  βάραθρο...
«Χρήστο! Δεν υπάρχει αρκετός χώρος για να προχωρήσουμε. Είναι πολύ στενό», είπα στον άλλο βλάκα που ήρθε μαζί μου. Στην αρχή είχαμε δει κάτι σαν μικρό «σκίσιμο» στο βράχο. Όταν κοιτάξαμε μέσα είδαμε πως υπήρχε κάτι σαν υπόγεια σπηλιά. Ο Χρήστος και εγώ είπαμε, εφόσον για αυτό έχουμε έρθει, να κατέβουμε. Είχαμε μαζί μας αρκετό σκοινί αλλά ξέρω πως η προσεκτική Έλα έχει μαζί της άλλο τόσο. Η Βάλια και η Μαρίζα μας φρόντιζαν από τη πάνω μεριά και ο Μαξ με την Έλα πρόσεχαν για τυχόν... αφίξεις. Κατεβήκαμε προσεκτικά με τη βοήθεια μιας ανεμόσκαλας που γατζώθηκε στην αρχή του βάραθρου και έπεφτε πολύ κάτω...
«Μπορεί να περάσεις εσύ;» ρώτησε εκείνος.
«Ναι, ίσως. Αλλά μόνη μου δεν πάω εκεί κάτω», του απάντησα αμέσως. Ήμασταν δεμένοι μαζί˙αν έπεφτα, έπεφτε. Στην αρχή, ήταν πολύ αθώο το όλο εγχείρημα. Τώρα... έχοντας βρεθέι σε ένα «στόμιο», που προφανέστατα οδηγούσε ακόμη πιο βαθιά στα έγκατα της γης, νίωθω ασφυξία. Λίγο.
Και ξαφνικά, έτσι χωρίς καμία προειδοποίηση, ένιωσα να πέφτω. Νομίζω πως ούρλιαξα, αλλά είναι όλα τόσο θολά. Πιάστηκα από το τοίχωμα και κρατήθηκα με όλη μου τη δύναμη εκεί. Πέρασαν μερικές στιγμές. Μετά άκουσα τους απέξω να φωνάζουν.
«Ναι, καλά είμαστε», άκουσα το Χρήστο να απαντά καθόλου ταραγμένος. Ήταν ακριβώς δίπλα μου. Πήρα ανάσα μετά από πολλή ώρα.
«Τώρα;», ψιθύρισα πιο πολύ στον εαυτό μου...
«Ο μοναδικός δρόμος πια είναι... κάτω», μου απάντησε. Τα σακίδιά μας είχαν σκοινί περίπου 100 μέτρα... και φακούς, νερό, ρούχα και μπαταρίες.
«Πως κάτω; Είναι γκερμός, και έχουμε ήδη πέσει μια φορά», του θύμισα. Γύρισε το πρόσωπό του και με κοίταξε. Ένιωσα όλα τα άλλα να σιωπούν. Και πήδηξε κάτω. Δεν μπόρεσα να κάνω την παραμικρή κίνηση... γιατί τον άκουσα να πατάει κάπου.
«Είναι δάπεδο και στη μέση είναι το πηγάδι μας...», μου είπε και με βοήθησε να κατέβω.
Όντως. Και το άνοιγμα ήταν αρκετά μεγάλο, έτσι ώστε να χωράει και τους δυο μας. Πέρασε το σκοινί από τη ζώνη του και μετά από τη δικιά μου, και πέρασε. Με λίγο πιο αδέξειες κινήσεις από ό,τι συνήθως έβγλα έναν μεγάλο φακό και τον άναψα και πέρασα. Είχαμε μόλις βρεθεί σε ένα άνοιγμα τεράστιο με διάφορους διαδρόμους προς κάθε μεριά.
«Φοβάμαι. Λίγο...», ψιθύρισα, χωρίς να έχω συναίσθηση πως δίπλα μου ήταν το αγόρι που...
«Και εγώ. Αλλά πρέπει να βγούμε έξω», μου απάντησε ο Χρήστος. Ναι καλά... Εγώ για κάθε περίπτωση κόλλησα πάνω του. Το δωμάτιο που απλωνόταν μπροστά μας... ήταν κυκλικό με μια οροφή σαν τρούλο, αψιδωτή καμάρα. Πάνω από κάθε διάδρομο είχε διάφορα σχήματα. Άλλοι ανηφόριζαν, άλλοι κατηφόριζαν και μόνο δύο συνέχιζαν ευθεία. Η λογική έλεγε να πάρουμε το ανηφορικότερο, αλλά το ένστικτο έλεγε το πιο ευθύ μονοπάτι. Και αυτό έγινε. Ο διάδρομος ήταν ακόμα φαρδύς και περπατούσαμε δίπλα-δίπλα. Δεν υπήρχαν διακλαδώσεις και έτσι μείναμε στην πορεία μας.
«Δεν μπορείς να πεις... Είναι ρομαντικά», μου ψιθύρισε ο Χρήστος.
«Μα και βέβαια... Πόσες κοπέλες θα ήθελαν να βρίσκονται στην ίδια κατάσταση;», είπα εγώ. Αλλά  πέρα από την πλάκα, πότε ήταν που είχα πρίξει τους πάντες πως δεν είχαμε μείνει ούτε μια φορά μόνοι με τον Χρήστο. Και ναι μου αρέσει.  Πολύ...
«Πάντως, σίγουρα, όχι η Σοφί. Εκείνη το μόνο που ξέρει είναι τον κόσμο της Μπάρμπι! Α και το κομμωτήριο», είπε χλευαστικά. Η Σοφί ήταν και είναι μια.... ναιπ, και γουστάρει τον Χρήστο.
«Κοίτα μπορεί να είναι τρομακτηκά και τα σχετικά, αλλά είναι όμορφα», του είπα μετά από λίγο. Είναι κάτι τέτοιες φορές που έχεις αποδεχθεί τα πάντα και δεν το σκέφτεσαι. Αλλά σκέφτεσαι αυτόΝ. Ο διάδρομος έστριβε ελαφρώς δεξιά και συνέχιζε λίγο πιο ανηφορικός. Υπήρχε καθαρός αέρας που χτυπούσε με δύναμη στο πρόσωπό μου.
«Νομίζω πως βγαίνει κάπου... έξω» είπα όταν συνέδεσαν το έξω κόσμο και τον αέρα.
«Ναι. Ισχύει» απάντησε. Ήταν προφανές πως δεν με έβλεπε έτσι. Και για αυτό το έκλεισα. Μετά από αρκετά μέτρα ο διάδρομος ξαναέστριψε. Ο άερας γινόταν όλο και πιο δυνατός.
«Δεν ήξερα πως σου αρέσουν όλα αυτά...», είπε ξαφνικά εκείνος. Και που είσαι ακόμα...
«Ναι», ήταν η μοναδική απάντηση που θα έδινα. Τον άκουσα να παίρνει μια ανάσα.
«Κοίτα, ξέρω πως είναι τελείως άκυρο το μέρος, αλλά θέλω να σου πω κάτι», ξεκίνησε να λέει. Ας είναι για καλό...
«Μου αρέσεις», ψιθύρισε. Και παραλίγο να πέσω κάτω. Για πέντε λεπτά που, όμως εμένα μου φάνηκαν ώρες, δεν μιλούσαμε. Και ο διάδρομος έστριψε... και φανέρωσε την απόκρυμνη κορυφή του βουνού. Έβλεπε όλο το ηλιοβασίλεμα. Ο κόκκινος ήλιος έβαφε τα μαλλιά του κάτι ανάμεσα στο δικό του χρυσό και πορτοκαλί. Τα μάτια του, αυτά τα κεχριμπαρένια μάτια... γίνονταν χρυσά. Και με φίλησε.









Y.Γ. Δεν έχω ιδέα πώς μου ήρθε να το γράψω αυτό... αλλά ορίστε...  <3




To άρθρο αυτό είναι πνευματική ιδιοκτησία του blog  “Άρωμα Έρωτα” . Απαγορεύεται η αντιγραφή, η δημοσίευση, η αναπαραγωγή ή η μετάδοση του, από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την αναγραφή της πηγής. Copyright  Άρωμα Έρωτα® All rights reserved

You Might Also Like

0 comments