20:53

“These violent delights have violent ends
And in their triumph die, like fire and powder,
Which as they kiss consume. The sweetest honey
Is loathsome in his own deliciousness
And in the taste confounds the appetite.
Therefore love moderately; long love doth so;
Too swift arrives as tardy as too slow.”  - William Shakespeare




Και όπως καθόμουν ατενίζοντας το κόκκινο χρώμα που είχε ο ουρανός και το αεράκι χτυπούσε δροσερό, κατάλαβα πόσο παραδομένη ήμουν. Είχα αφήσει την ταχύτητα της καθημερινότητας να με παρασυρει. Νομίζω πως οι εξομολογήσεις στον εαυτό μας γίνονται μόνο αυτή την ώρα.  Πως να ξεφύγεις απ' τη φθορά του χρόνου και απ' τα λόγια τα σοφά ενός προγόνου; Όσα καιρό βασανίζουν την ψυχή σου ξέρεις πως τα βλέπεις με σημάδια στο κορμί σου. Η γαλήνη που νιώθεις δεν ταράζεται. Έχεις βυθιστεί μέσα της. Το κύμα που σκάει στην αμμουδιά, σου θυμίζει τα περασμένα. Και νοσταλγείς πολλά. Αναφαίνεται στο βάθος το τέρμα της βραδιάς και η μοίρα υφαίνει στα μάτια σου τα μελλούμενα. Σε μακρινές πολιτείες γυρνάς - ως άλλος Οδυσσέας - ψάχνοντας αυτό το οποίο ακόμα δεν έχεις βρει. Χωρίς πυξίδα. Χωρίς να ξέρεις που πας και γιατί ταξιδεύεις. Τα φώτα στους δρόμους θαμπά, στριφογυρίζουν οι λέξεις στο μυαλό σου. "Μην ξεχαστείς" άκουσες μια νυχτιά και από τότε αυτό έγινε το ριζικό σου. Μα εσύ μαντεύεις τις στιγμές και ζωγραφίζεις στα λείψανα του χρόνου. Γνωρίζεις πως απ' τη φθορά του δε γλυτώνεις μα δε νοιάζεσαι διόλου. Φθαρτό και άφθαρτο για σένα σχετικά αφού γνωρίζεις πως κάθε τέλος σηματοδοτεί μια νέα αρχή. Τα όνειρα ποτέ δεν τελειώνουν και στο αέναο ταξίδι της ψυχής, έχεις τη γνώση πως δεν υπάρχουν δρόμοι απροσπέλαστοι. Στα βράχια επάνω κυματοδέρνεται η ζωή σου. Και εσύ αφήνεσαι. Αφήνεσαι γιατί ξέρεις πως αυτό είναι το όμορφο. Εξάλλου ο χρόνος ποτέ δε σταματά και υλικά -το ξέρεις αλήθεια;- απ' τη φθορά του δεν ξεφεύγεις. Και έτσι το μόνο που σε νοιάζει είναι και το πιο σημαντικό: Να μη φθαρεί και η ψυχή σου από αυτή την πλανεύτρα, από αυτή την ανίκητη, τη φθορά του χρόνου. Αχ, με μάγεψες και έπεσα. Και ποτέ πια δεν σηκώθηκα. Όχι αληθινά. Και δεν έχει και σημασία. Αυτό ήταν το δικό μου μυστικό. Πονάω; Μα και βέβαια. Το ιαματικό θαύμα του πόνου: δεν μπορείς να τον αρνηθείς! Όταν πονάς δεν γίνεται να λες "δεν πονώ". Δεν καταφέρνεις να τον παραβλέψεις για πάντα. Θα έρθει μια μέρα που θα εξαναγκαστείς να τον παραδεχτείς, να τσακίσεις αντιστάσεις και να ζητήσεις βοήθεια. Ίσως αυτό, και μόνο αυτό, να είναι ο λόγος που πονάμε: για να πάψουμε να λέμε και να συνεχίζουμε τα ψέματα...

 Και έτσι πηγαίνω, και έτσι πορεύομαι. Παραπατάω ανάμεσα στο φόβο και το παραλογισμό. Παραπατάω, μέσα στην λήθη μου, πονάω. Πέφτω, σηκώνομαι και πάλι πέφτω. Δεν βλέπω φως, δεν βλέπω τίποτα. Όμως πεισματικά πασχίζω να περπατάω, πασχίζω να θέλω να ορθώσω το ανάστημα μου, όχι από θάρρος, αλλά από περηφάνια. Από περηφάνια ότι έχω δύναμη, ότι αντέχω. Και όσο φουντώνει η περηφάνια μου, τόσο πιο σκοτεινός γίνεται ο δρόμος, τόσο πιο στενά γίνονται τα σοκάκια, τόσο πιο παγωμένες αισθάνομαι τις κατακόμβες. Και περπατάω άσκοπα και περπατάω, χωρίς να ξέρω που πάω, χωρίς να ξέρω γιατί πάω και τι να περιμένω. Μια φωνή μέσα μου, μου λέει να πέσω, μου λέει να παραιτηθώ, μου λέει να μείνω ακίνητη, να μην κάνω τίποτα. Δεν την ακούω, αντιστέκομαι, αυτό γνωρίζω να κάνω, να πασχίζω, να παλεύω, να μην το βάζω κάτω, να παλεύω χωρίς να ξέρω γιατί παλεύω, να αγωνίζομαι χωρίς να βλέπω κάποιο όφελος. Και όσο το παλεύω, τόσο πιο φριχτά γίνονται τα σοκάκια και από τις κατακόμβες ξεπηδούν σκιές. Φοβάμαι ακόμα περισσότερο και αντιστέκομαι ακόμα περισσότερο και χτυπιέμαι από τον ένα τοίχο στον άλλο, σαν μπαλάκι του τένις. Και χτυπιέμαι και ματώνω και ζαλίζομαι ακόμα προσπαθώ και ακόμα αντιστέκομαι. Τα μάτια μου δακρύζουν, τα πόδια μου τρέμουν, το κεφάλι μου γυρίζει. Τώρα βλέπω τους τείχους να με πλακώνουν, να πέφτουν πάνω μου, συρρικνώνομαι, δεν μπορώ να κουνηθώ και όμως συνεχίζω να σέρνομαι. Και τώρα αισθάνομαι ότι αφήνομαι πια, γαλήνια και παραδομένη, τα έδωσα όλα και αφήνομαι, δεν έχω τίποτα άλλο. Τα έκανα όλα. Και τώρα αφήνομαι. Αισθάνομαι μια ανακούφιση και μια πρωτόγνωρη αγαλλίαση. Αισθάνομαι το φως να με λούζει, αισθάνομαι ελεύθερη, χωρίς περιορισμούς, αισθάνομαι καινούρια. Το τοπίο έχει αλλάξει. Παντού υπάρχει φως, πολύ φως, ζεστό φως που με χαϊδεύει και με ζεσταίνει και εγώ ανάλαφρη και φρέσκια, διαφορετική και όμορφη. Πέθανα για να ξαναγεννηθώ καινούρια».
Δεν θα με καταλάβεις ποτέ από την πρώτη φορά που θα με δεις. Εξάλλου αυτό δεν είναι και το νόημα;


Τo άρθρο αυτό είναι πνευματική ιδιοκτησία του blog  “Άρωμα Έρωτα” . Απαγορεύεται η αντιγραφή, η δημοσίευση, η αναπαραγωγή ή η μετάδοση του, από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την αναγραφή της πηγής. Copyright  Άρωμα Έρωτα® All rights reserved

You Might Also Like

0 comments