17:20
Ξύπνησα. Ο ύπνος μου ήταν ατάραχος. Σαν μια λίμνη που δεν πάλλεται ούτε μια φορά. Ένα επίπεδο πράγμα. Ίσως έτσι ήταν καλύτερα. Είχε βραδιάσει. Κάπου πρέπει να υπήρχε ο διακόπτης του ρεύματος. Εκτός και αν είχαμε ηλεκτρικό μόνο για το πλυντήριο... Ώχ... τα ρούχα. Σηκώθηκα βιαστικά και πήγα και άδειασα το πληντύριο. Έβαλα τα ρούχα σε κρεμάστρες και τα έβαλα στα πιαστράκια του μπάνιου για να στεγνώσουν. Πήγα και άναψα τα κεριά γιατί ο διακόπτης... πουθενά! Πήγα στη βιβλιοθήκη μου και πήρα ένα βιβλίο. Το κουβάλησα μέχρι το κρεβάτι. Σωριάστηκα, έκανα βαρελάκια, άνοιξα το βιβλίο, το έκλεισα. Έκανα ξανά βαρελάκια. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Βαριέμαι να διαβάσω... ποια εγώ; Που ρουφούσα τα βιβλία σαν να ήταν νερό. Το παράτησα και έπεσα ανάσκελα και κοίταγα το ταβάνι. Δεν σκεφτόμουν... τίποτα. Μα τίποτα. Ίσως όταν τα σκέφτεσαι όλα... να μην μπορείς να σκεφτείς τίποτα. Ναι, μπορεί. Τι ώρα να ήταν άραγε; Δεν υπήρχε ήλιος πια... αλλά τι ώρα παίζει να ήταν; Ακούστηκαν χτυπήματα στην πόρτα.
Σύρθηκα μέχρι εκεί και άνοιξα.
«Γεία.. Αχ, κοιμόσουν; Έρχομαι σε λίγο...αν είναι» τραύλισε ο Κάελ.
Τον τράβηξα από το μπράτσο και έκλεισα την πόρτα πίσω του. Έπεσα πάλι στο κρεβάτι γιατί δεν μπορούσα να ξυπνήσω.
Με κοίταγε καλά-καλά.
«Ούφ, ορίστε. Χάρηκες;» του είπα καθώς σηκωνόμουν από το κρεβάτι και κάθισα σαν φυσιολογικό άτομο. Η φωνή μου βγήκε αρκετά βραχνη. Και δεν το έκανα ούτε καν επίτηδες.
Χαμογέλασε και μου έτεινε κάτι. Το πήρα. Ήταν το πρόγραμμά μου για άυριο. Ξύνισα τα μούτρα μου και εκείνος γέλασε.
«Θα προτιμούσες μια πρόσκληση σε δείπνο από κάποιον μυστικό θαυμαστή;» με ρώτησε. Ένα μυστικό θαυμαστή, ήθελα να απαντήσω, αλλά καλά. Κρατήθηκα.
«Εεε, θα ήταν καλύτερο», παραπονέθηκα. Και καλά.
Έκατσε στο γραφείο, απέναντί μου.[...]
«Σου έχει πει κανείς πως τα μάτια σου όταν είσαι στον ήλιο είναι πιο μπλέ, ενώ όταν το φως είναι απαλό είναι πολύ ασημί;». Πήγα να πνιγώ. Μόλις μου το είπε αυτό ή τα αυτάκια μου άκουγαν ό,τι να ‘ναι; Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. Κανείς δεν το είχε προσέξει αυτό. Ξαφνικά ένιωσα μια ένταση μέσα μου. Την έκρυψα.
«Μάλιστα», είπε και η φωνή του βγήκε βαριά. Τα μάτια του, ακόμα και με τόσο λίγο φως το είδα, άστραψαν τόσο έντονα πράσινα. Ένιωθε την ίδια ένταση να φουντώνει.
από όλα...
[...]
Δεν ήθελα να με δει να κλαίω. Ήμουν τόση σκληρή για όλους που είχα ξεχάσει πως ήμουν στην πραγματικότητα. Εγώ που τον νίκησα, δεν θα έκλαιγα μπορστά του. Ναι, έλα όμως που ένα δάκρυ βρήκε την έξοδο και το ακολούθησαν άλλα πεντέ-έξι. Το ξέρω πως τα είδε. Κράτησε το πρόσωπό μου ανάμεσα στα χέρια του και απομάκρυνε τα δάκρυα με τους αντιχειρές του. Δεν έλεγα να ανοίξω τα μάτια μου. Ψιθύρισε το όνομα μου σαν προσευχή. Με τεράστια δυσκολία κατέβασα τα χέρια του και άνοιξα τα μάτια μου. Είχαμε πλησιάσει επικύνδινα πολύ. Έκανα ένα βήμα πίσω.
«Όχι», του είπα απαλά. Δεν έπρεπε. Ήθελα και εκείνος ήθελε και το έβλεπα. Αλλά δεν έπρεπε. Έμεινε εμβρόντηντος. Ταλαντεύτηκε για λίγο, όμως μετά σοβαρεύτηκε και πήρε το συνηθισμένο ύφος.Άρχισε να ξανά να περπατάει προς την καφετέρια. Πρέπει να ήταν περασμένες δέκα.
.....................................................................................................................................................................
To άρθρο αυτό είναι πνευματική ιδιοκτησία του blog “Άρωμα Έρωτα” . Απαγορεύεται η αντιγραφή, η δημοσίευση, η αναπαραγωγή ή η
μετάδοση του, από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την
αναγραφή της πηγής. Copyright Άρωμα Έρωτα® All rights
reserved
0 comments