19:57
Άλλο ένα απόσπασμα από το βιβλίο μου :) Τα αγαθά κόπης κτώνται...
....
Και αυτό να μην συνέβαινε... πραγματικά δεν θα ήθελα να με "κλεβουν". Και το να κλέβεις ιδέες... δεν είναι απλά copy paste... είναι απογύμνωση αυτού που τις έχει γράψει. Δεν θα το ήθελα. Δεν είναι σωστό. Και πάνω από όλα δεν είναι δίκαιο. Τα γράφω αυτά, γιατί το έχω πάθει και ένιωσα χειρότερα από ό,τι έχω νιώσει ποτέ. Δεν θα ήθελα ξανά να νιώσω έτσι ποτέ... Ευχαριστώ για την κατανόηση :)
Κάποιος χτυπούσε την πόρτα. Κάποιος χτυπούσε την
πόρτα; Τέλεια. Με τεράστια προσπάθεια άνοιξα τα μάτια μου και ανέκτησα την
όραση μου. Τι ώρα ήταν; Όσο πιο γρήγορα μπορούσα έτρεξα και άνοιξα... Παραλίγο
να πέσω κάτω πέντε, έξι φορές αλλά... σιγά. Λεπτομέριες. Άνοιξα και... όλη η
νύστα... έφυγε. Ήταν ο Κρις.
«Να περάσω αργότερα;», ρώτησε ενώ με παρατηρούσε απροκάλυπτα, θα έλεγα.
«Όχι, όχι», είπα και η φωνή μου ακούστηκε σαν να έιχα πάρει κάτι. Εκείνος απλά γέλασε και μπήκε μέσα. Ενώ έκλεινα την πόρτα εκείνος είχε σηκώσει από το πάτωμα το βιβλίο. Πήγα δίπλα του και κάθισα στο κρεβάτι.
«Παραμύθι;», ρώτησε κουνώντας το βιβλίο. Βασικά δεν...
«Βασικά δεν είναι ένα απλό παραμύθι, ή έστω βιβλίο. Είναι... το μοναδικό πράγμα που μου έχει μείνει από την οικογένειά μου», είπα και αμέσως κοκκίνησε. Το βιβλίο σήμαινε πολλά περισσότερα από αυτό καθέ αυτό.
«Συγγνώμη, εγώ.. δεν ήθελα...», προσπάθησε να πει. Η αλήθεια ήταν πως δεν το ήξερε και πως δεν έπρεπε να νιώθει άσχημα.
«Σιγά», είπα κουνώντας τα χέρια με έμφαση.
Ακούμπησε το βιβλίο κάτω και με κοίταξε κατάματα. Αυτό ήταν πιο δύσκολο από ό,τι νόμιζα.
«Ναθ, θέλω να σου πω κάτι... Κοίτα, καταλαβαίνω πως θες τον Κάελ και όλα τα συναφή. Και έχω να σου πω κάτι...Δεν μπορώ να σε αναγκάσω να με δεις έτσι. Το ξέρω. Και τι είμαι εγώ μπροστά σε εκείνον; Αλλά θα ήθελα να ξέρεις πως αν χρειαστείς το οτιδήποτε... σε παρακαλώ, έλα σε εμένα. Ξέρω, ακούγεται χαζό και ίσως, απελπησμένο. Και σίγουρα ακούγεται... υποκριτικό. Αλλά δεν είναι. Δεν είναι καθόλου. Μπορεί εσύ να μην αισθάνεσαι όπως εγώ, και πόσο το καταλαβαίνω!, αλλά μπορώ να μείνω ο φίλος σου. Ένα άτομο που εμπιστεύεσαι. Αν βέβαια το θες», είπε και μια απελπισία ηχούσε πονεμένη στα αυτιά μου. Πόσο απελπισία χωράει η αγάπη; Δεν μπορούσα να μιλήσω... όχι από το σοκ, ή ό,τι άλλο... Αλλά από την πένθιμη χροιά στη φωνή του.
«Θυμάμαι... Όταν σε είδα είχες χαμογελάσει... Ξέρεις τι είχε πει ο Σαίξπηρ; Όταν σε είδα σε ερωτεύτηκα, και εσύ χαμογέλασες επειδή κατάλαβες.... Μακάρι να ήταν έτσι. Αλλά, πιστεψέ με, όταν σου λέω πως δεν υπάρχει περίπτωση να σου ξαναμιλήσω έτσι, παραμόνο αν... θες, το εννοώ. Δεν θα σε ξαναφέρω σε δύσκολη θέση», είπε αλλά άκουσα και το σιωπηλό μύνημα... «Αυτό είναι δικό μου φορτίο»... Και... μακάρι να μπορούσα να του πω κάτι... Κατάπια με δυσκολία και κόλλησα ένα ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπό μου.
«Σε ευχαριστώ... Και τώρα μπορείς να συνεχίσεις να κατακρίνεις το παραμύθι», είπα όσο πιο ανάλαφρα μπορούσα. Και πέτυχε. Εκείνος χαμογέλασε και ξανάπιασε το βιβλίο στα χέρια του.
«Πραγματικά, όμως. Παραμύθι; Αλήθεια;», ρώτησε γελώντας. Ποιά είναι η αλήθεια; Η δική μου; Η δική σου; Της συγκεκριμένης στιγμής; Του χρόνου που πέρασε; Της άρνησης ή της μη αποδοχής; Ο ήλιος έχει αρχίσει να πέφτει ενώ μερικά χιλιόμετρα μακριά η θάλασσα παλεύει μ΄ένα συμπαθητικό αεράκι. Κούνησα το κεφάλι μου και του χαμογέλασα.
«Επίσης έχω και όλα της Disney…Αλλά και το Φάντασμα της Όπερας. Σε βιβλίο με τρομερά σκίτσα και σε ταινία...», του απάντησα... όχι ακριβώς απάντηση, αλλά ναι...
Σήκωσε τα φρύδια του σε φάση... σε λίγο θα βγουν έξω από το πρόσωπό του.
«Ναι, εε; Στο δωμάτιό μου έχω home-cinema. Αύριο το βράδυ θα έρθεις. Δεν ακούω όχι», είπε καθώς είδε την εκφρασή μου.
«Καλάαα», είπα με μια παραίτηση. Ήταν γλυκός, σκέφτηκα, Πολύ τέλειος και εγώ πολύ τυφλή. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι για αυτό τώρα...
Σηκώθηκε όρθιος. Γιατί; Από τώρα; Σηκώθηκα και εγώ. Υπήρχε αμηχανία στον αέρα, όσο και να μην ήθελα να το παραδεχτώ.
«Σε αφήνω να διαβάσεις το παραμύθι... Η Πεντάμορφη και το Τέρας. Καληνύχτα, από τώρα, Ναθ», είπε και πήγε προς την πόρτα.
«Καληνύχτα, Κρις», του ψιθύρισα. Και ήξερα πως το άκουσε γιατί με κοίταξε με ένα βλέμμα που θα ήταν πάντα δικό μου. Χαμογέλασε και έφυγε. Μάλιστα. Πήγα και έβαλα το βιβλίο πίσω στη θέση του να μην ακούω τα ίδια και από τον Κάελ. Εξάλου μία ώρα είναι αυτή. Θα περάσει. Και... βασικά, δεν ξέρω. Αλήθεια. Είναι κάτι σκέψεις που δεν με αφήνουν να κάνω κάτι άλλο, παρά να τις σκέφτομαι... ξανά και ξανά. Ποιες είναι αυτές; Το γεγονός πως ζεις σε έναν ουρανό σχεδόν άδειο με τι ψευτιές νομίζω πως θα τον γεμίσα και θα τον ξεγελάσω; Πιστεύω άραγε πως στον βωμό της μοναξιάς μπορούμε να θυσιάσουμε την ειλικρίνεια... ήθελα να κλείσω τα μάτια μου, να ξεχάσω και να ξεχαστώ. Αυτό, το να ξεχάσω είναι δύσκολο. Εντάξει το να ξεχατώ ίσως, είναι πιο εύκολο. Αλλά το να ξεχάσεις... δεν είναι εύκολο ούτε και ευχάριστο... Σκέφτηκα την πανσέληνη νύχτα που είχε περάσει. Τα χέρια του γύρω μου... τελικά, ξέρεις κάτι... Δεν θέλω να ξεχάσω. Μπορεί να ακούγεται κάπως, αλλά δεν μπορώ να το θέσω αλλιώς. Πως μπορεί να ξεχνάς κάτι, κάτι που σε σημάδεψε; Είναι δυνατόν να γίνει; Τι ακριβώς να ρωτήσω, λοιπόν; Θες ή μπορείς να ξεχάσεις; Όταν νόμιζα πως όλος ο κόσμος ήταν δικός μου, ή τουλάχιστον θα μπορούσε να γίνει... σκεφτόμουν πως τι άλλο είχα να μάθω; Και τώρα, βλέπω πως δεν ξέρω απολύτως τίποτα. Τι άλλο υπάρχει να μάθω; Τα πάντα. Μια ολόκληρη ζωή. Μια αιωνιότητα. Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα από όλα αυτά. Και χαίρομαι που άλλαξα και ανέβηκα ένα σκαλοπάτι και έγινα ένα εκατοστό καλύτερη. Χαίρομαι που γνωρίζοντας διαφορετικές καταστάσεις άλλαξα. Ναι... είμαι καλά. Ναι, θα αντέξω μέχρι πιο κάτω και από το τέλος. Τα επίμονα χτυπήματα στην πόρτα με πέταξαν έξω από τις σκέψεις μου. Πήγα και άνοιξα. Ποιος άλλος;
«Γεία... Είσαι καλά;». Πριν προλάβω να του πω τίποτα είχε κάνει μια δύσκολη ερώτηση. Παρόλα αυτά χαμογέλασα και έκλεισα την πόρτα πίσω του.
«Ναι, καλά είμαι»... ευχήθηκα να ήμουν όντως καλά. Ήξερα πως αυτό ήταν που ήθελε να ακούσει... και δεν τον αδικούσα κιόλας.
«Το πρωί... έγινε κάτι;», ρώτησε διπλωματικά.
«Σαν τι να έγινε, δηλαδή;», είπα και κάθισα στο κρεβάτι μου.
«Δεν ξέρω... Σε είδα με τον Κρις και... αν έχει γίνει κάτι μπορείς να μου το πεις...», άρχισε να λέει διστακτικά.
«Είσαι σοβαρός, τώρα;», του πέταξα... γνωρίζοντας πως κατά ένα μικρό, απειροελάχιστο εκατοστό είχε δίκιο...
«Συγγνώμη. Ξέρω πως δεν θα έπρεπε να το πω καν, αλλά μου φάνηκε κάπως. Και εκείνος έδειχνε ιδιαίτερα χαρούμενος», είπε σε μια προσπάθεια να διορθώσει το προηγούμενο σχόλιο.
«Ναι, γιατί ξεκαθαρίσαμε το γεγονός πως είναι απλά... ΦΙΛΟΣ μου. Εντάξει;», είπα δείνοντας τεράστια έμφαση στη λέξη φίλος.
«Α. Α! Εντάξει», είπε και κοκκίνησε. Είναι από τις λίγες φορές που ο Κάελ κοκκινίζει... Χαλάρωσε και το είδα. Ωραία. Καλά πάμε.
«Δεν σου είπα να έρθεις για να μιλάμε για τον Κρις. Γενικά, δεν σου είπα να έρθεις για να μιλάμε».Ένα πονηρό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του.
«Α, ναι; Και τότε; Τι δουλεία έχεις ένας καθηγητής στο δωμάτιο μιας μαθήτριας;», είπε όσο πιο αθώα μπορούσε. Εγώ, όμως, δεν ένιωθα και πολύ αθώα αυτή τη στιγμή. Σηκώθηκα αργά από το κρεβάτι και πήγα κοντά του. Έβαλα το δεξί μου χέρι στο ύφασμα της μπλούζα του και το τσαλάκωσα μέσα στην παλάμη μου, ώστε να τον τραβήξω πάνω μου. Ήξερα πως, αν ήθελε, θα με σταμάταγε. Αλλά δεν το είχε κάνει. Τον είχα, κυρολεκτικά, κολλημένο πάνω μου σε ασφυκτικό σημείο. Καλό θα ήταν να με σταματήσεις τώρα, σκέφτηκα και φίλησα τη γωνία του στόματός του. Ή τώρα... και δάγκωσα το κάτω χείλος του. Τον άκουσα να παίρνει μια κοφτή ανάσα και μετά έχασα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Κυριολεκτικά... Τα χέρια του πήγαιναν από την πλάτη μου στους γοφούς μου, μέχρι που έπιασαν τους μηρούς μου και τύλιξε τα πόδια μου, γύρω του. Μπορώ να πω... πως αυτό ήταν το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει εδώ και πολύ καιρό... μμμχχ! Με κόλλησε στον τοίχο και, αυτό πόνεσε, αλλά πραγματικά δεν σκεφτόμουν τον πόνο τώρα... Τον τράβηξα ακόμα πιο άγρια επάνω μου και ένιωσα την ανάσα του στο λαιμό μου. Ήθελα τόσο πολύ να τον δω χωρίς την μπλούζα του που παραλίγο να την σκίσω καθώς τον... έγδυνα, στην πραγματικότητα. Πήγε να απομακρυνθεί και ήξερα πως όλη αυτή η διάθεση που είχα έλεγε να φύγει. Δεν μπορώ να αισθάνομαι έτσι, όταν ο άλλος θέλει να φύγει. Βέβαια ακόμα ήθελα να... κάνω πράγματα αντίθετα με τη φύση μου...Ναι, θα έπρεπε να κοιτάξω αυτό. Απομακρύνθηκε λίγο ακόμα, και ήξερα πως θα πέταγε καμιά βλακεία για το καθηγητής-μαθήτρια. Τέλεια.
Έπιασε την μπλούζα του και εγώ είχα μια τελευταία ευκαιρία να θαυμάσω το σώμα του...
«Αυτό...», άρχισε να λέει αλλά δεν τελειώσε ποτέ τη φράση του.
«Αυτό το ήθελες και εσύ και μην τολμήσεις να το αρνηθείς»... Έδειξε έκπληκτος και για πρώτη φορά μπόρεσα να τον διαβάσω σαν ένα ανοιχτό βιβλίο. Φοβόταν. Τώρα για τι από όλααα, δεν ξέρω γιατί η συνηθησμένη έκφραση επέστρεψε.
«Δεν το αρνούμαι, απλά δεν έπρεπε να γίνει τώρα», είπε δυφορούμενα.
«Πότε τότε; Αύριο; Σε μια βδομάδα; Κάελ... Μου είχες πει πως τα πράγματα μεταξύ μας πήγαιναν καλύτερα. Δεν καταλαβαίνω. Βοηθησέ με, Κάελ», είπα απεγνωσμένα. Είχα μπερδευτεί. Από τη μία με φιλάει και τα σχετικά και από την άλλη γίνεται παγάκι. Πραγματικά δεν ξέρω.
«Δεν μπορώ... Το ξέρω ακούγεται χαζό. Αλλά δεν ξέρω πως. Και θέλω. Πίστεψέ με, θέλω να είμαι μαζί σου κάθε δευτερόλεπτο κάθε ημέρας», είπε και έφυγε από το δωμάτιό μου χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Τέλεια. Μόλις μου είχε πει... βασικά πως με ήθελε αλλά σηκώθηκε και έφυγε. Και μετά λένε εμένα ανώμαλη. Έλεος, δηλαδή! Έκατσα στο πάτωμα με τα χέρια μου σταυρωμένα και μη ξέρωντας τι να κάνω.
«Αφοσιώσου στα μαθήματα και γενικά σε ό,τι μπορεί να σε αποσπάσει», μονολόγησα. Αυτό ήταν ένα καλό πλάνο. Μάλλον, δηλαδή. Εντάξει, ίσως όχι το καλύτερ σχέδιο που έχω σκεφτεί μέχρι τώρα, αλλά αυτό είχα προς το παρόν. Βασικά, δεν υπήρχε και εναλακτική. Θα τον πνίξω… Ορίστε τι θα κάνω. Που από τη μια είναι ο πιο γλυκός άνθρωπος που έχω γνωρίσει και από την άλλη γίνεται πάγος. Δεν μπορώ αυτό το θέατρο του παραλόγου. Δηλαδή, φτάνει πια. Έπεσα στο κρεβάτι ευχόμενη να με πάρει ο ύπνος όσο πιο γρήγορα γινόταν.
«Μα τι μανάρι! Αυτός, όχι αυτό μωρή, ΑΥΤΟΣ, με τα μπλέ μάτια. Κοίτα. Διακριτικά», μου έλεγε η Βάλια.
«Ναι, ναι, καταλάβαμε. Κάνω σαν το κοριτσάκι από τον Εξορκιστή, Και, ναι είναι μανάρι», συμφώνησα. Μαύρα μαλλιά, μπλέ μάτια. Σίγουρα θα μπορούσα να το συνηθήσω αυτό το θέαμα.
«Απορώ με το γούστο σας!», είπε αηδιασμένη η Έλα. Αν και φίλες, τα γούστα μας δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο. Εγώ προτιμώ το μαύρο εκείνη το ξανθό. Συνοφριώθηκα και καλά θυγμένη. Προφανώς, όμως, και το αγόρι είχε διαφορετικές προτιμήσεις.
«Χρυσό μου, τι τύχη!!». Παναγία μου! Σκάσαμε στα γέλια και συνεχίσαμε τη βόλτα μας.
«Αυτός ο καιρός είναι σίγουρα για δέσιμο» παρατήρησε η Μαρίζα. Η αλήθεια είναι πως το πρωί έβρεχε και τώρα δεν υπήρχε ούτε ένα σύννεφο.
«Όπως και να ‘χει… πρέπει να μαζέψω το σπίτι να καθαρίσω και να σφουγγαρίσω. Και να κάνω φαγητό. Η μητέρα μου λείπει. Μέχρι αύριο το βράδυ… Όποια θέλει έρχεται και μένει», είπα σαν καλή νοικοκυρά που είχα γίνει.
«Εγώ», δήλωσε ενθουσιασμένη η Βάλια.
....«Να περάσω αργότερα;», ρώτησε ενώ με παρατηρούσε απροκάλυπτα, θα έλεγα.
«Όχι, όχι», είπα και η φωνή μου ακούστηκε σαν να έιχα πάρει κάτι. Εκείνος απλά γέλασε και μπήκε μέσα. Ενώ έκλεινα την πόρτα εκείνος είχε σηκώσει από το πάτωμα το βιβλίο. Πήγα δίπλα του και κάθισα στο κρεβάτι.
«Παραμύθι;», ρώτησε κουνώντας το βιβλίο. Βασικά δεν...
«Βασικά δεν είναι ένα απλό παραμύθι, ή έστω βιβλίο. Είναι... το μοναδικό πράγμα που μου έχει μείνει από την οικογένειά μου», είπα και αμέσως κοκκίνησε. Το βιβλίο σήμαινε πολλά περισσότερα από αυτό καθέ αυτό.
«Συγγνώμη, εγώ.. δεν ήθελα...», προσπάθησε να πει. Η αλήθεια ήταν πως δεν το ήξερε και πως δεν έπρεπε να νιώθει άσχημα.
«Σιγά», είπα κουνώντας τα χέρια με έμφαση.
Ακούμπησε το βιβλίο κάτω και με κοίταξε κατάματα. Αυτό ήταν πιο δύσκολο από ό,τι νόμιζα.
«Ναθ, θέλω να σου πω κάτι... Κοίτα, καταλαβαίνω πως θες τον Κάελ και όλα τα συναφή. Και έχω να σου πω κάτι...Δεν μπορώ να σε αναγκάσω να με δεις έτσι. Το ξέρω. Και τι είμαι εγώ μπροστά σε εκείνον; Αλλά θα ήθελα να ξέρεις πως αν χρειαστείς το οτιδήποτε... σε παρακαλώ, έλα σε εμένα. Ξέρω, ακούγεται χαζό και ίσως, απελπησμένο. Και σίγουρα ακούγεται... υποκριτικό. Αλλά δεν είναι. Δεν είναι καθόλου. Μπορεί εσύ να μην αισθάνεσαι όπως εγώ, και πόσο το καταλαβαίνω!, αλλά μπορώ να μείνω ο φίλος σου. Ένα άτομο που εμπιστεύεσαι. Αν βέβαια το θες», είπε και μια απελπισία ηχούσε πονεμένη στα αυτιά μου. Πόσο απελπισία χωράει η αγάπη; Δεν μπορούσα να μιλήσω... όχι από το σοκ, ή ό,τι άλλο... Αλλά από την πένθιμη χροιά στη φωνή του.
«Θυμάμαι... Όταν σε είδα είχες χαμογελάσει... Ξέρεις τι είχε πει ο Σαίξπηρ; Όταν σε είδα σε ερωτεύτηκα, και εσύ χαμογέλασες επειδή κατάλαβες.... Μακάρι να ήταν έτσι. Αλλά, πιστεψέ με, όταν σου λέω πως δεν υπάρχει περίπτωση να σου ξαναμιλήσω έτσι, παραμόνο αν... θες, το εννοώ. Δεν θα σε ξαναφέρω σε δύσκολη θέση», είπε αλλά άκουσα και το σιωπηλό μύνημα... «Αυτό είναι δικό μου φορτίο»... Και... μακάρι να μπορούσα να του πω κάτι... Κατάπια με δυσκολία και κόλλησα ένα ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπό μου.
«Σε ευχαριστώ... Και τώρα μπορείς να συνεχίσεις να κατακρίνεις το παραμύθι», είπα όσο πιο ανάλαφρα μπορούσα. Και πέτυχε. Εκείνος χαμογέλασε και ξανάπιασε το βιβλίο στα χέρια του.
«Πραγματικά, όμως. Παραμύθι; Αλήθεια;», ρώτησε γελώντας. Ποιά είναι η αλήθεια; Η δική μου; Η δική σου; Της συγκεκριμένης στιγμής; Του χρόνου που πέρασε; Της άρνησης ή της μη αποδοχής; Ο ήλιος έχει αρχίσει να πέφτει ενώ μερικά χιλιόμετρα μακριά η θάλασσα παλεύει μ΄ένα συμπαθητικό αεράκι. Κούνησα το κεφάλι μου και του χαμογέλασα.
«Επίσης έχω και όλα της Disney…Αλλά και το Φάντασμα της Όπερας. Σε βιβλίο με τρομερά σκίτσα και σε ταινία...», του απάντησα... όχι ακριβώς απάντηση, αλλά ναι...
Σήκωσε τα φρύδια του σε φάση... σε λίγο θα βγουν έξω από το πρόσωπό του.
«Ναι, εε; Στο δωμάτιό μου έχω home-cinema. Αύριο το βράδυ θα έρθεις. Δεν ακούω όχι», είπε καθώς είδε την εκφρασή μου.
«Καλάαα», είπα με μια παραίτηση. Ήταν γλυκός, σκέφτηκα, Πολύ τέλειος και εγώ πολύ τυφλή. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι για αυτό τώρα...
Σηκώθηκε όρθιος. Γιατί; Από τώρα; Σηκώθηκα και εγώ. Υπήρχε αμηχανία στον αέρα, όσο και να μην ήθελα να το παραδεχτώ.
«Σε αφήνω να διαβάσεις το παραμύθι... Η Πεντάμορφη και το Τέρας. Καληνύχτα, από τώρα, Ναθ», είπε και πήγε προς την πόρτα.
«Καληνύχτα, Κρις», του ψιθύρισα. Και ήξερα πως το άκουσε γιατί με κοίταξε με ένα βλέμμα που θα ήταν πάντα δικό μου. Χαμογέλασε και έφυγε. Μάλιστα. Πήγα και έβαλα το βιβλίο πίσω στη θέση του να μην ακούω τα ίδια και από τον Κάελ. Εξάλου μία ώρα είναι αυτή. Θα περάσει. Και... βασικά, δεν ξέρω. Αλήθεια. Είναι κάτι σκέψεις που δεν με αφήνουν να κάνω κάτι άλλο, παρά να τις σκέφτομαι... ξανά και ξανά. Ποιες είναι αυτές; Το γεγονός πως ζεις σε έναν ουρανό σχεδόν άδειο με τι ψευτιές νομίζω πως θα τον γεμίσα και θα τον ξεγελάσω; Πιστεύω άραγε πως στον βωμό της μοναξιάς μπορούμε να θυσιάσουμε την ειλικρίνεια... ήθελα να κλείσω τα μάτια μου, να ξεχάσω και να ξεχαστώ. Αυτό, το να ξεχάσω είναι δύσκολο. Εντάξει το να ξεχατώ ίσως, είναι πιο εύκολο. Αλλά το να ξεχάσεις... δεν είναι εύκολο ούτε και ευχάριστο... Σκέφτηκα την πανσέληνη νύχτα που είχε περάσει. Τα χέρια του γύρω μου... τελικά, ξέρεις κάτι... Δεν θέλω να ξεχάσω. Μπορεί να ακούγεται κάπως, αλλά δεν μπορώ να το θέσω αλλιώς. Πως μπορεί να ξεχνάς κάτι, κάτι που σε σημάδεψε; Είναι δυνατόν να γίνει; Τι ακριβώς να ρωτήσω, λοιπόν; Θες ή μπορείς να ξεχάσεις; Όταν νόμιζα πως όλος ο κόσμος ήταν δικός μου, ή τουλάχιστον θα μπορούσε να γίνει... σκεφτόμουν πως τι άλλο είχα να μάθω; Και τώρα, βλέπω πως δεν ξέρω απολύτως τίποτα. Τι άλλο υπάρχει να μάθω; Τα πάντα. Μια ολόκληρη ζωή. Μια αιωνιότητα. Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα από όλα αυτά. Και χαίρομαι που άλλαξα και ανέβηκα ένα σκαλοπάτι και έγινα ένα εκατοστό καλύτερη. Χαίρομαι που γνωρίζοντας διαφορετικές καταστάσεις άλλαξα. Ναι... είμαι καλά. Ναι, θα αντέξω μέχρι πιο κάτω και από το τέλος. Τα επίμονα χτυπήματα στην πόρτα με πέταξαν έξω από τις σκέψεις μου. Πήγα και άνοιξα. Ποιος άλλος;
«Γεία... Είσαι καλά;». Πριν προλάβω να του πω τίποτα είχε κάνει μια δύσκολη ερώτηση. Παρόλα αυτά χαμογέλασα και έκλεισα την πόρτα πίσω του.
«Ναι, καλά είμαι»... ευχήθηκα να ήμουν όντως καλά. Ήξερα πως αυτό ήταν που ήθελε να ακούσει... και δεν τον αδικούσα κιόλας.
«Το πρωί... έγινε κάτι;», ρώτησε διπλωματικά.
«Σαν τι να έγινε, δηλαδή;», είπα και κάθισα στο κρεβάτι μου.
«Δεν ξέρω... Σε είδα με τον Κρις και... αν έχει γίνει κάτι μπορείς να μου το πεις...», άρχισε να λέει διστακτικά.
«Είσαι σοβαρός, τώρα;», του πέταξα... γνωρίζοντας πως κατά ένα μικρό, απειροελάχιστο εκατοστό είχε δίκιο...
«Συγγνώμη. Ξέρω πως δεν θα έπρεπε να το πω καν, αλλά μου φάνηκε κάπως. Και εκείνος έδειχνε ιδιαίτερα χαρούμενος», είπε σε μια προσπάθεια να διορθώσει το προηγούμενο σχόλιο.
«Ναι, γιατί ξεκαθαρίσαμε το γεγονός πως είναι απλά... ΦΙΛΟΣ μου. Εντάξει;», είπα δείνοντας τεράστια έμφαση στη λέξη φίλος.
«Α. Α! Εντάξει», είπε και κοκκίνησε. Είναι από τις λίγες φορές που ο Κάελ κοκκινίζει... Χαλάρωσε και το είδα. Ωραία. Καλά πάμε.
«Δεν σου είπα να έρθεις για να μιλάμε για τον Κρις. Γενικά, δεν σου είπα να έρθεις για να μιλάμε».Ένα πονηρό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του.
«Α, ναι; Και τότε; Τι δουλεία έχεις ένας καθηγητής στο δωμάτιο μιας μαθήτριας;», είπε όσο πιο αθώα μπορούσε. Εγώ, όμως, δεν ένιωθα και πολύ αθώα αυτή τη στιγμή. Σηκώθηκα αργά από το κρεβάτι και πήγα κοντά του. Έβαλα το δεξί μου χέρι στο ύφασμα της μπλούζα του και το τσαλάκωσα μέσα στην παλάμη μου, ώστε να τον τραβήξω πάνω μου. Ήξερα πως, αν ήθελε, θα με σταμάταγε. Αλλά δεν το είχε κάνει. Τον είχα, κυρολεκτικά, κολλημένο πάνω μου σε ασφυκτικό σημείο. Καλό θα ήταν να με σταματήσεις τώρα, σκέφτηκα και φίλησα τη γωνία του στόματός του. Ή τώρα... και δάγκωσα το κάτω χείλος του. Τον άκουσα να παίρνει μια κοφτή ανάσα και μετά έχασα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Κυριολεκτικά... Τα χέρια του πήγαιναν από την πλάτη μου στους γοφούς μου, μέχρι που έπιασαν τους μηρούς μου και τύλιξε τα πόδια μου, γύρω του. Μπορώ να πω... πως αυτό ήταν το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει εδώ και πολύ καιρό... μμμχχ! Με κόλλησε στον τοίχο και, αυτό πόνεσε, αλλά πραγματικά δεν σκεφτόμουν τον πόνο τώρα... Τον τράβηξα ακόμα πιο άγρια επάνω μου και ένιωσα την ανάσα του στο λαιμό μου. Ήθελα τόσο πολύ να τον δω χωρίς την μπλούζα του που παραλίγο να την σκίσω καθώς τον... έγδυνα, στην πραγματικότητα. Πήγε να απομακρυνθεί και ήξερα πως όλη αυτή η διάθεση που είχα έλεγε να φύγει. Δεν μπορώ να αισθάνομαι έτσι, όταν ο άλλος θέλει να φύγει. Βέβαια ακόμα ήθελα να... κάνω πράγματα αντίθετα με τη φύση μου...Ναι, θα έπρεπε να κοιτάξω αυτό. Απομακρύνθηκε λίγο ακόμα, και ήξερα πως θα πέταγε καμιά βλακεία για το καθηγητής-μαθήτρια. Τέλεια.
Έπιασε την μπλούζα του και εγώ είχα μια τελευταία ευκαιρία να θαυμάσω το σώμα του...
«Αυτό...», άρχισε να λέει αλλά δεν τελειώσε ποτέ τη φράση του.
«Αυτό το ήθελες και εσύ και μην τολμήσεις να το αρνηθείς»... Έδειξε έκπληκτος και για πρώτη φορά μπόρεσα να τον διαβάσω σαν ένα ανοιχτό βιβλίο. Φοβόταν. Τώρα για τι από όλααα, δεν ξέρω γιατί η συνηθησμένη έκφραση επέστρεψε.
«Δεν το αρνούμαι, απλά δεν έπρεπε να γίνει τώρα», είπε δυφορούμενα.
«Πότε τότε; Αύριο; Σε μια βδομάδα; Κάελ... Μου είχες πει πως τα πράγματα μεταξύ μας πήγαιναν καλύτερα. Δεν καταλαβαίνω. Βοηθησέ με, Κάελ», είπα απεγνωσμένα. Είχα μπερδευτεί. Από τη μία με φιλάει και τα σχετικά και από την άλλη γίνεται παγάκι. Πραγματικά δεν ξέρω.
«Δεν μπορώ... Το ξέρω ακούγεται χαζό. Αλλά δεν ξέρω πως. Και θέλω. Πίστεψέ με, θέλω να είμαι μαζί σου κάθε δευτερόλεπτο κάθε ημέρας», είπε και έφυγε από το δωμάτιό μου χτυπώντας την πόρτα πίσω του. Τέλεια. Μόλις μου είχε πει... βασικά πως με ήθελε αλλά σηκώθηκε και έφυγε. Και μετά λένε εμένα ανώμαλη. Έλεος, δηλαδή! Έκατσα στο πάτωμα με τα χέρια μου σταυρωμένα και μη ξέρωντας τι να κάνω.
«Αφοσιώσου στα μαθήματα και γενικά σε ό,τι μπορεί να σε αποσπάσει», μονολόγησα. Αυτό ήταν ένα καλό πλάνο. Μάλλον, δηλαδή. Εντάξει, ίσως όχι το καλύτερ σχέδιο που έχω σκεφτεί μέχρι τώρα, αλλά αυτό είχα προς το παρόν. Βασικά, δεν υπήρχε και εναλακτική. Θα τον πνίξω… Ορίστε τι θα κάνω. Που από τη μια είναι ο πιο γλυκός άνθρωπος που έχω γνωρίσει και από την άλλη γίνεται πάγος. Δεν μπορώ αυτό το θέατρο του παραλόγου. Δηλαδή, φτάνει πια. Έπεσα στο κρεβάτι ευχόμενη να με πάρει ο ύπνος όσο πιο γρήγορα γινόταν.
«Μα τι μανάρι! Αυτός, όχι αυτό μωρή, ΑΥΤΟΣ, με τα μπλέ μάτια. Κοίτα. Διακριτικά», μου έλεγε η Βάλια.
«Ναι, ναι, καταλάβαμε. Κάνω σαν το κοριτσάκι από τον Εξορκιστή, Και, ναι είναι μανάρι», συμφώνησα. Μαύρα μαλλιά, μπλέ μάτια. Σίγουρα θα μπορούσα να το συνηθήσω αυτό το θέαμα.
«Απορώ με το γούστο σας!», είπε αηδιασμένη η Έλα. Αν και φίλες, τα γούστα μας δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν περισσότερο. Εγώ προτιμώ το μαύρο εκείνη το ξανθό. Συνοφριώθηκα και καλά θυγμένη. Προφανώς, όμως, και το αγόρι είχε διαφορετικές προτιμήσεις.
«Χρυσό μου, τι τύχη!!». Παναγία μου! Σκάσαμε στα γέλια και συνεχίσαμε τη βόλτα μας.
«Αυτός ο καιρός είναι σίγουρα για δέσιμο» παρατήρησε η Μαρίζα. Η αλήθεια είναι πως το πρωί έβρεχε και τώρα δεν υπήρχε ούτε ένα σύννεφο.
«Όπως και να ‘χει… πρέπει να μαζέψω το σπίτι να καθαρίσω και να σφουγγαρίσω. Και να κάνω φαγητό. Η μητέρα μου λείπει. Μέχρι αύριο το βράδυ… Όποια θέλει έρχεται και μένει», είπα σαν καλή νοικοκυρά που είχα γίνει.
«Εγώ», δήλωσε ενθουσιασμένη η Βάλια.
....
To άρθρο αυτό είναι πνευματική ιδιοκτησία του blog “Άρωμα Έρωτα” . Απαγορεύεται η αντιγραφή, η δημοσίευση, η αναπαραγωγή ή η
μετάδοση του, από οποιονδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο χωρίς την
αναγραφή της πηγής. Copyright Άρωμα Έρωτα® All rights
reserved
....Και αυτό να μην συνέβαινε... πραγματικά δεν θα ήθελα να με "κλεβουν". Και το να κλέβεις ιδέες... δεν είναι απλά copy paste... είναι απογύμνωση αυτού που τις έχει γράψει. Δεν θα το ήθελα. Δεν είναι σωστό. Και πάνω από όλα δεν είναι δίκαιο. Τα γράφω αυτά, γιατί το έχω πάθει και ένιωσα χειρότερα από ό,τι έχω νιώσει ποτέ. Δεν θα ήθελα ξανά να νιώσω έτσι ποτέ... Ευχαριστώ για την κατανόηση :)
0 comments